ΟΣΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ: Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ
ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ - Εὐχὴ καὶ νήψη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - Ἡ ἐργασία τῆς εὐχῆς
Εὐχὴ ψιθυριστὰ ἢ μὲ τὸν νοῦ
Γέροντα, πῶς εἶναι καλύτερα νὰ λέω τὴν εὐχή; Φωναχτά, ψιθυριστὰ ἢ μὲ τὸν νοῦ;
– Ἂν τὴν λὲς φωναχτά, θὰ κουράζεσαι καὶ γρήγορα θὰ ἀποκάμης. Γι’ αὐτὸ νὰ τὴν λὲς πότε ψιθυριστὰ καὶ πότε μὲ τὸν νοῦ. Ἡ εὐχὴ μὲ τὸν νοῦ εἶναι τὸ καλύτερο· ἐπειδὴ ὅμως δὲν μποροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ τὴν λένε συνέχεια μὲ τὸν νοῦ, βοηθάει νὰ τὴν λέη κανεὶς καὶ ψιθυριστά, σὰν μιὰ προπαίδεια. Μπορεῖς νὰ ἀρχίζης νὰ τὴν λὲς ψιθυριστά, νὰ συνεχίζης μὲ τὸν νοῦ καὶ ὕστερα πάλι ψιθυριστὰ καὶ πάλι μὲ τὸν νοῦ. Νὰ κάνης αὐτὴν τὴν ἐναλλαγή, μέχρι νὰ καταλήξη ἡ εὐχὴ νὰ γίνεται μόνο μὲ τὸν νοῦ, νὰ γίνη δηλαδὴ νοερά, ὅπως καὶ λέγεται «νοερὰ προσευχή». Τότε προσεύχεται κανεὶς μὲ τὸν νοῦ του καὶ ἡ καρδιά του σκιρτᾶ, ἀγάλλεται· φθάνει στὸν θεῖο ἔρωτα, ζῆ οὐράνιες καταστάσεις.
– Αὐτὸ τὸ διάστημα, Γέροντα, κάθε φορὰ ποὺ μπαίνω στὸ κελλί μου, ἔχω μετεωρισμὸ καὶ βλάσφημους λογισμούς. Γιατί μοῦ συμβαίνει αὐτό;
– Ξέχασες, φαίνεται, τὴν εὐχή, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ πειρασμὸς ἔστησε τὴν σκηνή του ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί σου. Προσπάθησε στὶς κενὲς ὧρες ποὺ ἔχεις στὸ κελλί, νὰ λὲς τὴν εὐχὴ ψιθυριστά, γιὰ νὰ διώχνης τὸν μετεωρισμὸ καὶ τοὺς λογισμοὺς ποὺ ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός. Ἡ ψιθυριστὴ εὐχὴ πολὺ βοηθάει στὶς ὧρες τῆς ἐπιθέσεως, γιατὶ ἐκείνη τὴν στιγμὴ χρειάζεται προσοχή, γιὰ νὰ γλυτώση κανεὶς ἀπὸ τὴν ἐχθρικὴ φάλαγγα.
– Γέροντα, συμφέρει, ὅταν μοῦ ἔρχωνται κακοὶ ἢ βλάσφημοι λογισμοί, νὰ τοὺς πολεμῶ μὲ ἀντιρρητικὸ πόλεμο[1];
– Καλύτερα νὰ τοὺς πολεμᾶς μὲ τὴν εὐχὴ παρὰ μὲ ἀντιρρητικὸ πόλεμο. Ὅσο μπορεῖς, νὰ μιλᾶς νοερῶς μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καὶ νὰ μὴ συζητᾶς μὲ τὸν νοῦ σου «τοῦτο» ἢ «ἐκεῖνο». Νὰ καλλιεργήσης τὴν εὐχή, ἡ ὁποία ἀρχικὰ θὰ σὲ ἀπαλλάξη ἀπὸ τοὺς κακοὺς λογισμοὺς καὶ στὸ τέλος θὰ γίνη ἕνα μὲ τὴν ἀναπνοή σου.
Ὅπου βρεθεῖς νὰ λὲς τὴν εὐχὴ
– Γέροντα, τί νὰ προσέξω περισσότερο;
– Νὰ στρωθῆς, νὰ συμμαζευτῆς καί, ὅπου βρεθῆς, νὰ λὲς τὴν εὐχὴ μὲ τὸν νοῦ καὶ μὲ τὴν καρδιά σου, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Καλοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, γιὰ ὅλους τοὺς ζῶντες καὶ γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους. Κι ὅταν κουράζεσαι ἀπὸ τὴν εὐχή, νὰ ψάλλης δυνατὰ τὸ ἀργὸ «Κύριε ἐλέησον» ἢ ἕνα τροπάριο.
– Συνήθως, Γέροντα, λέω τὴν εὐχὴ μόνο στὸν ναό.
– Ὅταν ὁ μοναχὸς ἀρκῆται στὸ νὰ λέη τὴν εὐχὴ μόνο στὸν ναό, εἶναι σὰν τοὺς κοσμικοὺς ποὺ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία μόνον τὴν Κυριακή. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν περιορίζεσαι νὰ λὲς τὴν εὐχὴ μόνο στὸν ναό· νὰ τὴν λὲς καὶ στὸ διακόνημα καὶ στὸ κελλί, καὶ ὅταν ξαπλώνης γιὰ νὰ ξεκουραστῆς, πάλι νὰ λὲς τὴν εὐχή. Στὸ διακόνημα νὰ προσέχης, νὰ κινῆσαι ἤρεμα καὶ συνετά, γιὰ νὰ μὴ σοῦ κλέβη τὸ ταγκαλάκι τὸν νοῦ ἀπὸ τὴν εὐχή.
Πάντα νὰ ἔχης στὸ στόμα σου τὸ γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ νὰ γλυκαίνεται ἡ ψυχή σου. Μεγάλη ὑπόθεση νὰ περνᾶς ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα μὲ τὴν εὐχή. Ἀρχίζεις τὴν ἡμέρα σου μὲ τὴν εὐχή, στὴν συνέχεια κάνεις τὴν ἐργασία σου λέγοντας τὴν εὐχή, καὶ ἔτσι ἁγιάζεται ὅ,τι κάνεις, ἁγιάζονται καὶ ὅσοι συμμετέχουν σὲ αὐτό. Ὅταν λ.χ. μαγειρεύης καὶ λὲς τὴν εὐχή, ἁγιάζεται τὸ φαγητὸ ποὺ κάνεις, ἁγιάζονται καὶ ὅσοι τὸ τρῶνε.
– Γέροντα, αὐτὸν τὸν καιρὸ ἀντιμετωπίζω συνέχεια πειρασμούς.
– Νὰ ἀξιοποιῆς τὸν κάθε πειρασμὸ μὲ τὸ νὰ καταφεύγης στὸν Χριστὸ ζητώντας τὴν βοήθειά Του, καὶ ἔτσι θὰ σοῦ μένη κέρδος ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Ἡ αὐτενέργητη εὐχὴ
– Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε κάτι γιὰ τὴν αὐτενέργητη εὐχή;
– Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν αὐτενέργητη εὐχή, δὲν προσπαθεῖ νὰ πῆ τὴν εὐχή, ἀλλά, χωρὶς νὰ καταβάλλη καμμιὰ προσπάθεια, ἡ εὐχὴ λέγεται μέσα του ἀπὸ μόνη της. Ἀκόμη καὶ στὸν ὕπνο λέει τὴν εὐχὴ καί, ὅταν ξυπνάη, συνεχίζει ἡ εὐχή. Γι’ αὐτὸ στὴν Ἁγία Γραφὴ στὸ Ἆσμα Ἀσμάτων λέει: «Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ»[2].
Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν ἕνας ἐργάτης ποὺ δούλευε πολύ· δούλευε γιὰ τρεῖς ἐργάτες, καὶ γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες τοῦ ἔδιναν διπλὸ μισθό. Ἐρχόταν καμμιὰ φορὰ καὶ ἐκεῖ στὸ Καλύβι, στὸν «Τίμιο Σταυρό». Μιὰ φορὰ ποὺ ἦρθε τοῦ εἶπα: «Ἐκεῖ ποὺ δουλεύεις, νὰ λὲς τὴν εὐχή, γιὰ νὰ ἁγιάζεται καὶ ἡ δουλειὰ ποὺ κάνεις». Μὲ ἄκουσε μὲ ἁπλότητα καὶ συνήθισε νὰ λέη τὴν εὐχή. Ἔρχεται μιὰ μέρα καὶ μοῦ λέει: «Κοιμᾶμαι, καὶ στὸν ὕπνο μου λέω τὴν εὐχή. Καὶ ὅταν ξυπνάω, συνεχίζει ἡ εὐχή. Νιώθω μέσα μου χαρά». «Ἄρχισε νὰ γλυκοχαράζη», τοῦ λέω. Κοσμικὸς ἄνθρωπος καὶ εἶχε φθάσει σὲ τέτοια κατάσταση!
– Γέροντα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν αὐτενέργητη εὐχή, ἔχει καθαρισθῆ ἀπὸ τὰ πάθη;
– Ἔμ, τότε ἔχει φθάσει σὲ καλὴ κατάσταση.
– Πῶς φθάνει, Γέροντα, κανεὶς στὴν αὐτενέργητη εὐχή;
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναισθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ἔχη συνέχεια κατὰ νοῦ τὴν ἀχαριστία του, τότε πιέζεται ἡ ψυχὴ φιλότιμα καὶ ζητάει ταπεινὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ μετά, χωρὶς νὰ καταβάλλη προσπάθεια, ἀρχίζει ἡ εὐχὴ νὰ λέγεται μόνη της· δουλεύει μέσα του ἡ εὐχή.
– Τὸ αἰσθάνεται ὡς ἀνάγκη, Γέροντα;
– Ὄχι ὡς ἀνάγκη, ἀλλὰ τοῦ ἔχει γίνει συνήθεια πλέον. Τοῦ ἔχει μείνει ἡ καλὴ συνήθεια τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς ἀπὸ τὴν ἐργασία ποὺ ἔκανε.
Ἡ ἐξωτερικὴ συνήθεια τῆς εὐχῆς
– Γέροντα, μπορεῖ κάποιος νὰ λέη τὴν εὐχὴ συνέχεια ψιθυριστά;
– Μπορεῖ νὰ τοῦ ἔχη γίνει ἐξωτερικὴ συνήθεια καὶ νὰ τὴν λέη ρυθμικά, ὅπως τὸ ρολόι κάνει τὶκ-τάκ, ἀλλὰ ὁ νοῦς του νὰ μὴν εἶναι στὸν Θεό.
– Ὠφελεῖ, Γέροντα, καθόλου αὐτό;
– Ἂν κανεὶς ἔχη λίγη ταπείνωση καὶ καταλαβαίνη ὅτι ὁ νοῦς του δὲν εἶναι στὸν Θεὸ καὶ ὅτι τὴν εὐχὴ τὴν λέει μηχανικά, τότε ὠφελεῖται λίγο. Ἂν ὅμως νομίζη ὅτι, ἐπειδὴ λέει τὴν εὐχή, εἶναι προχωρημένος πνευματικά, τότε βλάπτεται.
– Γέροντα, ἂν κάποιος συνηθίση νὰ λέη συνέχεια τὴν εὐχή, αὐτὸ τὸν βοηθάει στὸν ἀγώνα του;
– Τὸ θέμα εἶναι γιὰ ποιόν λόγο λέει τὴν εὐχή. Ἂν ἔχη γνωρίσει τὸν ἑαυτό του καὶ αἰσθάνεται ὡς ἀνάγκη τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ζητάη συνέχεια λέγοντας τὴν εὐχή, βοηθιέται. Ἤ, ἂν δὲν ἔχη γνωρίσει τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καταλαβαίνη ὅτι εἶναι μπλεγμένος στὰ γρανάζια τῶν παθῶν καὶ καταφεύγη στὸν Θεό, καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸν βοηθήση στὸν ἀγώνα του καὶ θὰ τοῦ μείνη καὶ ἡ συνήθεια νὰ λέη τὴν εὐχή. Ἂν ὅμως λέη τὴν εὐχὴ μηχανικά, χωρὶς συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του, αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήση στὴν ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.
– Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ εἶναι καὶ ἐπικίνδυνο νὰ ἐπιδιώκη κανεὶς νὰ συνηθίση νὰ λέη τὴν εὐχή;
– Ἐπικίνδυνο εἶναι, ὅταν κανεὶς ἐγκαταλείπη τὴν παρακολούθηση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἀσχολῆται μὲ τὴν εὐχὴ σὰν νὰ εἶναι κάτι τῆς μόδας. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἀποκτήση τὴν συνήθεια τῆς εὐχῆς, ἀλλὰ μέσα του θὰ ζῆ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, καὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἐπακολουθήση πλάνη.
Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν στὸ Σανατόριο, νοσηλευόταν ἐκεῖ ἕνας μοναχὸς ποὺ εἶχε συνηθίσει νὰ λέη τὴν εὐχή. Ἔκλεινε τὰ μάτια του καὶ ἔλεγε συνέχεια: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Μία ἐπισκέπτρια ποὺ τὸν εἶδε, ἄρχισε νὰ σταυροκοπιέται. «Ὤ, εἶπε, κοντὰ σὲ ἅγιο βρισκόμαστε!». Μιὰ μέρα ὅμως αὐτὸς ὁ μοναχὸς μοῦ εἶπε: «Τὸν τάδε καὶ τὸν τάδε τοὺς ἤλεγξα. Ἔγραψα γράμμα καὶ στὸν τάδε Δεσπότη καὶ στὸν τάδε, νὰ ἀλλάξουν μυαλά, κι ἐγὼ θὰ εἶμαι στὸ πλευρό τους». «Γιά στάσου, βρὲ ἀδελφέ, τοῦ λέω. Ἀγράμματος εἶσαι, φυματίωση ἔχεις, ποῦ στηρίζεσαι καὶ μιλᾶς ἔτσι;». Καὶ τί μοῦ ἀπαντᾶ! «Ἕνας-δυὸ ἂν ὑπῆρχαν σὰν κι ἐμένα, θὰ εἶχε σωθῆ ὁ κόσμος!». Ἂν δὲν ἦταν καλὰ στὸ μυαλό, θὰ ἦταν δικαιολογημένος· ἀλλὰ τὸ μυαλό του ἦταν ἐντάξει. Ἐπειδὴ ζόριζε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔλεγε συνέχεια τὴν εὐχή, τοῦ ἔμεινε ἡ συνήθεια καὶ μετὰ κάθε λογισμὸς ποὺ τοῦ ἐρχόταν νόμιζε ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔτσι ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ πιστεύη ὅτι σὰν αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε κανένας ἄλλος στὸν κόσμο!
Τὸ κράτημα τῆς ἀναπνοῆς γιὰ τὴν συγκέντρωση τοῦ νοῦ
– Γέροντα, πῶς λέτε τὴν εὐχὴ μὲ τὴν εἰσπνοὴ καὶ τὴν ἐκπνοή;
– Εἶχα συνηθίσει νὰ λέω τὴν εὐχὴ ὁλόκληρη· μὲ τὴν εἰσπνοὴ ἔλεγα «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ» καὶ μὲ τὴν ἐκπνοὴ «ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλόν». Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση στοὺς πνεύμονες, δὲν ἔφθανε ἡ ἀναπνοή μου νὰ τὴν λέω ὁλόκληρη, καὶ ἔλεγα μὲ τὴν εἰσπνοὴ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ» καὶ μὲ τὴν ἐκπνοὴ «ἐλέησόν με».
– Γέροντα, σὲ τί βοηθάει τὸ κράτημα τῆς ἀναπνοῆς, ὅταν λέμε τὴν εὐχή;
– Τὸ κράτημα τῆς ἀναπνοῆς βοηθάει νὰ συγκεντρωθῆ ὁ νοῦς στὴν εὐχή, ὅπως στὴν σκοποβολὴ κρατᾶς κάπως τὴν ἀναπνοή σου, γιὰ νὰ πετύχης τὸν στόχο σου. Αὐτὸ ὅμως πρέπει νὰ γίνεται γιὰ λίγο στὴν ἀρχή, καὶ μόνον ὅταν ὑπάρχη ἀνάγκη· ὅταν δηλαδὴ ὁ νοῦς εἶναι σκορπισμένος ἢ ἔχη πόλεμο λογισμῶν. Τότε ἔχει νόημα νὰ κρατάη κανεὶς λίγο τὴν ἀναπνοή του, ἀλλὰ καὶ πάλι ὄχι συνέχεια, γιατὶ πιέζεται ἡ καρδιὰ καὶ παθαίνει βλάβη. Μερικοὶ σκύβουν τὸ κεφάλι, κρατοῦν τὴν ἀναπνοὴ καὶ πονάει ἡ καρδιὰ ὡς ὄργανο, ὁπότε παθαίνουν ζημιὰ καὶ ἀναγκάζονται νὰ σταματήσουν τὴν εὐχή. Ὁ Θεὸς ἄλλον πόνο ζητάει· ὁ πραγματικὸς καρδιακὸς πόνος ἔρχεται μὲ τὴν ταπεινὴ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς καὶ ὄχι μὲ τὸ σαρκικὸ σφίξιμο τῆς καρδιᾶς.
Ἡ εὐχὴ νὰ γἰνεται μὲ κόπο
– Γέροντα, προτιμῶ νὰ κάθωμαι στὸ κελλὶ καὶ νὰ λέω τὴν εὐχὴ παρὰ νὰ πηγαίνω στὴν διακονία.
– Βρέ, τί πάθαμε! Νιρβάνα[3] θὰ κάνης; Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς δὲν εἶναι νιρβάνα. Κατάλαβες; Ὁ μοναχὸς δὲν εἶναι τεμπέλης, νὰ μὴ δουλεύη καὶ νὰ κάθεται νὰ λέη μόνον τὴν εὐχή. Ἂν θέλη νὰ κάθεται συνέχεια, θὰ εἶναι σὰν αὐτοὺς ποὺ κάνουν γιόγκα γιὰ αὐτοσυγκέντρωση. Ὁ μοναχός, καὶ μάλιστα ὁ νέος, πρέπει νὰ εἶναι σπίρτο, νὰ ἔχη λεβεντιά, νὰ τρέχη σὲ ὅ,τι τοῦ ζητάει ἡ ὑπακοή.
– Καὶ μετάνοιες, Γέροντα, δυσκολεύομαι νὰ κάνω.
– Ἐντάξει τότε· μετάνοιες νὰ μὴν κάνης, διακονία νὰ μὴν κάνης, νὰ κάθεσαι καὶ νὰ λὲς τὴν εὐχή! Τί προκοπὴ θὰ κάνης μετά; Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέει ὅτι ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται χωρὶς σωματικὸ κόπο εἶναι ἔκτρωμα· δὲν εἶναι προσευχή[4].
– Γέροντα, δὲν μπορῶ νὰ σταθῶ πολλὴ ὥρα ὄρθια νὰ κάνω κομποσχοίνι· ὕστερα ἀπὸ λίγο γονατίζω καὶ λέω τὴν εὐχὴ γονατιστή.
– Κάνε πρῶτα τὸ δύσκολο καί, ὅταν κουρασθῆς, κάνε τὸ πιὸ εὔκολο. Ἂν δὲν μπορῆς νὰ σταθῆς ὄρθια, γονάτισε. Ἂν δὲν μπορῆς γονατιστή, κάθησε. Κι ἂν δὲν μπορῆς οὔτε καθιστή, ξάπλωσε καὶ λέγε τὴν εὐχή. Ἀρκεῖ ὁ νοῦς σου νὰ εἶναι στὸν Θεό. Αὐτὸ τὸ λέει καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ[5].
– Γέροντα, γιατί οἱ Πατέρες λένε νὰ κάθεσαι σὲ σκαμνί, ὅταν λὲς τὴν εὐχή;
– Γιατὶ ἐννοεῖται ὅτι ἔχεις κάνει τὸν κανόνα σου, τὶς μετάνοιές σου κ.λπ., καί, ἐπειδὴ κουράστηκες, κάθεσαι λίγο καὶ λὲς τὴν εὐχή, γιὰ νὰ μπορῆς νὰ προσευχηθῆς καὶ στὴν συνέχεια. Ὕστερα, στὶς Ἀκολουθίες καὶ στὸ διακόνημά σου θὰ εἶσαι γιὰ ἀρκετὸ διάστημα ὄρθια, πράγμα ποὺ κουράζει. Ἂν στέκεσαι πάλι ὄρθια στὸ κελλί, γιὰ νὰ προσευχηθῆς, θὰ ἀποκάμης. Γι’ αὐτὸ κάθεσαι λίγο καὶ λὲς τὴν εὐχή. Οἱ Πατέρες ὅμως δὲν ἐννοοῦν ὅτι, γιὰ νὰ ποῦμε τὴν εὐχή, πρέπει νὰ καθώμαστε. Τὸ νὰ καθήσης, γιὰ νὰ πῆς τὴν εὐχή, ἐνῶ μπορεῖς νὰ σταθῆς ὄρθιος, δὲν τὸ θεωρῶ σωστό· εἶναι τρα-λα-λά, ἄσχετα ἂν νομίζης ὅτι αἰσθάνεσαι κάποια γλυκύτητα. Ὁ Γερο-Ἀρσένιος ὁ Σπηλαιώτης[6] ἔλεγε: «Ὅταν λέω τὴν εὐχὴ ὄρθιος, πολλὴ εὐωδία αἰσθάνομαι. Ὅταν λέω τὴν εὐχὴ καθιστός, λίγη εὐωδία».
– Γέροντα, ὅταν κάνω μετάνοιες ἢ κάνω ὄρθια κομποσχοίνι, συγκεντρώνεται πιὸ εὔκολα ὁ νοῦς μου· δηλαδὴ ὁ κόπος μὲ συγκεντρώνει.
– Πηγαίνει ὁ νοῦς στὴν ἐργασία ποὺ κάνεις. Ὅπως, ὅταν πονᾶς, πάει ἐκεῖ ὁ νοῦς, γιατὶ ὁ πόνος τραβᾶ τὸν νοῦ, ἔτσι καὶ ὅταν κάνης μετάνοιες, πάει ὁ νοῦς ἐκεῖ. Ἀλλὰ καὶ πάλι, ἂν ὁ νοῦς σου ἦταν καθαρὰ στὸν Χριστό, δὲν θὰ θυμόσουν οὔτε πόσες μετάνοιες ἔκανες.
Μετάνοια: ὁ πιὸ σίγουρος δρόμος γιὰ τὴν εὐχὴ
– Γέροντα, ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ γράφει νὰ λέμε τὴν εὐχὴ ἀργὰ καὶ νὰ κάνουμε ἀργὰ τὶς μετάνοιες[7].
– Κάθε Ἅγιος λέει γιὰ τὴν εὐχὴ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βοηθήθηκε ὁ ἴδιος. Γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς παρεξηγεῖται καὶ ἡ νοερὰ προσευχή. Οἱ Νηπτικοὶ Πατέρες[8], μὲ τὰ βιώματα ποὺ εἶχαν, βρίσκονταν σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μποροῦσαν, ἀκολουθώντας τὸν τρόπο ποὺ τοὺς βοηθοῦσε περισσότερο, νὰ προσεύχωνται σωστά. Ἂν ὅμως ἐγὼ προσπαθῶ νὰ ἐφαρμόσω αὐτὰ ποὺ γράφουν οἱ Πατέρες, π.χ. κλίση τῆς κεφαλῆς στὸ στῆθος, κράτημα τῆς ἀναπνοῆς κ.λπ., μόνον καὶ μόνο γιὰ νὰ νιώσω ἡδονή, ἀγαλλίαση, ἢ τὸ κάνω ἀπὸ ὑπερηφάνεια, γιὰ νὰ γίνω Νηπτικὸς Πατέρας, τότε δὲν μπορῶ νὰ κάνω προκοπή.
– Γέροντα, βοηθοῦν τὰ διάφορα βιβλία ποὺ ἀναφέρονται στὴν νοερὰ προσευχή;
– Βοηθοῦν ὅσους ἔχουν ταπείνωση. Ὅσους ὅμως ἔχουν ὑπερηφάνεια καὶ βάζουν στόχο σὲ τόσο διάστημα νὰ φθάσουν σὲ μέτρα πνευματικά, νὰ γίνουν Νηπτικοὶ Πατέρες, δὲν τοὺς βοηθοῦν. Ἦρθαν μιὰ μέρα κάποιοι στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λένε: «Ἤρθαμε νὰ μᾶς διδάξης τὴν εὐχή, γιατὶ εἶσαι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν νοερὰ προσευχή». «Νὰ μὲ σβήσετε ἐμένα ἀπὸ τὸν κατάλογό σας, τοὺς εἶπα. Ἐγὼ τίποτα ἄλλο δὲν κάνω, παρὰ μόνο ζητῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ».
– Γέροντα, μερικὰ πρακτικὰ μέσα ποὺ ἀναφέρουν οἱ Πατέρες γιὰ τὴν εὐχὴ δὲν βοηθοῦν;
– Ὅλα αὐτὰ εἶναι βοηθητικὰ μέσα[9] γιὰ τὴν συγκέντρωση τοῦ νοῦ, καὶ βοηθοῦν, μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος βάλη μπροστὰ τὴν ταπείνωση, τὴν μετάνοια, τὴν συντριβή. Ἂν ὅμως πάρω ἕνα σκαμνί, γείρω ἔτσι τὸ κεφάλι στὸ στῆθος καὶ πῶ ὅτι θὰ ἀρχίσω νὰ λέω τὴν εὐχὴ τόσες φορὲς ὅσες ἀναφέρει ὁ Προσκυνητής[10], χωρὶς νὰ ἔχω ἐργασθῆ στὴν μετάνοια, τότε θὰ μείνω μόνο σ’ αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ καὶ ἡ ἐργασία ποὺ θὰ κάνω θὰ εἶναι ἐξωτερική. Τὸ πολὺ-πολὺ νὰ ἀποκτήσω μιὰ ἐξωτερικὴ συνήθεια νὰ λέω τὴν εὐχή. Ἐνῶ, ἂν καλλιεργήσω πρῶτα τὴν ταπείνωση, τὴν μετάνοια, καὶ πάρω μετὰ μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρουν οἱ Πατέρες, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσω ὡς βοηθητικά, τότε θὰ βοηθηθῶ. Ὅποιος ξεκινάει ἔτσι γιὰ τὴν ἐργασία τῆς εὐχῆς, δὲν μπορεῖ νὰ πλανηθῆ, ἐνῶ ὁ ἄλλος τρόπος μπορεῖ νὰ ὁδηγήση καὶ σὲ πλάνη.
– Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ ἀποκτήση κανεὶς τὴν εὐχή, χωρὶς νὰ διαβάση Νηπτικοὺς Πατέρες[11] καὶ χωρὶς νὰ ἀκολουθήση κάποιες μεθόδους;
– Καὶ βέβαια μπορεῖ, ἂν ἁπλὰ καὶ ταπεινὰ λέη τὴν εὐχή. Γιατὶ μερικοὶ σκαλώνουν στὶς μεθόδους καὶ μένουν ἐκεῖ· δὲν προχωροῦν παραπέρα. Κάνουν δηλαδὴ τὴν μέθοδο σκοπό, ἐνῶ ἡ μέθοδος εἶναι ἁπλῶς βοηθητικὸ μέσο.
–Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε πῶς εἶναι τὸ βύθισμα στὴν εὐχή[12];
– Τὸ γλυκὸ βύθισμα; Δὲν ξεκινάει κανεὶς γι’ αὐτό.
– Ναί, Γέροντα, δὲν ξεκινάει γιὰ νὰ νιώση αὐτό, ἀλλὰ ποιός ἀγώνας πρέπει νὰ προηγηθῆ;
– Βασικὰ νὰ μὴν ὑπάρχη ἰδιοτέλεια, νὰ ὑπάρχη ἀρχοντιά, θυσία.
Ὁ πιὸ σίγουρος δρόμος εἶναι νὰ καλλιεργήση κανεὶς τὴν εὐχὴ μὲ τὸν ἀρχοντικὸ τρόπο. Νὰ σκέφτεται δηλαδὴ τὶς μεγάλες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική του μεγάλη ἀχαριστία ἀπέναντι στὸν Θεό. Τότε πιέζεται μόνη της ἡ ψυχὴ ταπεινὰ ἀπὸ φιλότιμο καὶ ζητάει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ πόνο. Ἔτσι αὐξάνει συνεχῶς ἡ ἀνάγκη γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ εὐχὴ γίνεται καρδιακὴ καὶ φέρνει σιγὰ-σιγὰ στὴν ψυχὴ τὴν γλυκύτητα τῆς θείας παρηγοριᾶς στὴν ἀρχή, καὶ ἀργότερα τὴν θεία ἀγαλλίαση.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Στ': Περὶ προσευχῆς, Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος”, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 2012, σ. 165-176)
[1] Ἀντιρρητικὸς πόλεμος σημαίνει νὰ ἀντικρούη κανεὶς τοὺς κακοὺς λογισμοὺς φέρνοντας ἀντίστοιχους καλούς.
[2] ᾎσμα ᾈσμ. 5, 2.
[3] Ὁ Γέροντας ἐννοεῖ ὅτι ἡ ἐργασία τῆς εὐχῆς ἀπαιτεῖ καὶ σωματικὸ κόπο καὶ ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν. Δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς τεχνικὲς ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἀνατολικὲς θρησκεῖες, μὲ σκοπὸ τὴν κατ’ αὐτοὺς λύτρωση, τὴν ὁποία ὀνομάζουν «νιρβάνα».
[4] Βλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΟϚ΄, σ. 261.
[5] Βλ. ὅ.π. Λόγος ΚΗ΄, σ. 104· Λόγος ΚΘ΄, σ. 108· Λόγος ΝΗ΄, σ. 212.
[6] Γέροντας Ἀρσένιος ὁ Σπηλαιώτης (1886-1983): Ἀσκητὴς τῶν σπηλαίων τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
[7] Βλ. Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, Υἱέ μου, δός μοι σὴν καρδίαν…, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1978, σ. 178.
[8] Νηπτικοὶ Πατέρες ὀνομάζονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐργάσθηκαν καὶ ἐδίδαξαν εἰδικώτερα τὴν ἐργασία τῆς νήψεως.
[9] Γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ κάποιας πρακτικῆς μεθόδου γιὰ τὴν εὐχὴ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ παρακολούθηση ἀπὸ ἔμπειρο Πνευματικό.
[10] Ὁ Γέροντας ἀναφέρεται στὸ βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνὸς προσκυνητοῦ». Μετάφρασις ἀπὸ τὴν ρωσικὴ γλῶσσα †Παντελεήμονος Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, ἐκδ. «Ἀστέρος», Ἀθήνα 2006.
[11] Ἡ πιὸ γνωστὴ συλλογὴ νηπτικῶν πατερικῶν κειμένων εἶναι ἡ «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν», τὴν ὁποία συνέταξαν, ἐπιμελήθηκαν καὶ ἐξέδωσαν τὸ 1782 ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς (†1805) καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (†1809).
[12] Γιὰ «τὸ βύθισμα στὴν εὐχὴ» βλ. σ. 248.