π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΟΓΛΟΥ: ΠΩΣ ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ

 

Πῶς μπαίνουμε στόν Ἱερό Ναό 

π. Γεώργιος Σ. Κουγιουμτζόγλου

 

Ὅταν ἀποφασίζουμε νά πᾶμε στόν Ἱερό Ναό πρέπει προκαταβολικά νά πιστεύουμε ὅτι μπαίνουμε σέ χῶρο Ἱερό, σέ τόπο προσευχῆς καί κατανύξεως, ὅπου εὑρίσκεται καί κατοικεῖ ἀόρατα ὁ Θεός, ὁ Βασιλεύς τῶν Βασιλευόντων καί ὅτι κάθε εἴσοδός μας σέ Ναό μᾶς προσθέτει ἁγιασμό καί θεία εὐλογία.

Αὐτό ἐπιβάλλει νά μπαίνουμε σιωπηλοί, τό βάδισμα μας νά γίνεται σεμνά καί ἀθόρυβα, οἱ κινήσεις μας γενικά πρέπει νά δεικνύουν εὐλάβεια καί ἡ διάθεσή μας νά μαρτυρεῖ διάθεση γιά λήψη εὐλογίας καί θείας Χάριτος.

 

α) Ἄναμμα τοῦ κεριοῦ

Εἰσερχόμενοι στό Ναό κάνουμε τό σταυρό μας μέ μικρή ὑπόκλιση … Κατευθυνόμαστε, (ἐάν θέλουμε), στό παγκάρι καί παίρνουμε 1 ἤ 2 κεριά· (ἡ συνήθεια νά ἀνάβουμε πολλά κεριά εἶναι λανθασμένη νοοτροπία καί δημιουργεῖ προβλήματα). Ἕνα πρός τιμή τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων Του καί ἕνα γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν δικῶν μας· ζώντων καί τεθνεώτων (ἤ ἕνα γιά ὅλα).

Ἔτσι θά χωρεῖ τό μανουάλι τά κεριά ὅλων, θά καίονται περισσότερη ὥρα καί δέν θά μπαίνει σέ πειρασμό ὁ Νεωκόρος νά τά μαζεύει γρήγορα πρίν καοῦν. Καί ὅταν ἀνάβουμε μέ πολλή εὐλάβεια, προσευχόμενοι μποροῦμε νά λέμε: “Χριστέ μου, Σύ εἶσαι τό Φῶς τοῦ κόσμου. Βοήθησέ με ὥστε καί ἡ ζωή μου νά λιώνει ἀπό ἀγάπη πρός τόν πλησίον μου καί νά φωτίζει σάν τό ταπεινό φῶς αὐτοῦ τοῦ κεριοῦ”.

 

β) Προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων

Στή συνέχεια κατευθυνόμαστε στά προσκυνητάρια, κάνουμε μία ἤ τρεῖς μικρές μετάνοιες μέ σταυρό, (ἐάν ἔχει κόσμο τίς μετάνοιες τίς κάνουμε ἐνωρίτερα πρίν ἔρθει ἡ σειρά μας γιά νά μήν καθυστεροῦμε τούς ἄλλους) καί ἀσπαζόμαστε τίς Ἅγιες εἰκόνες (ἤ τά Ἅγια λείψανα). Συγχρόνως λέμε τήν εὐχή: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”, ἤ “Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς”, ἤ “Ἅγιε τοῦ Θεοῦ (τάδε), πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν” ἤ ὅ,τι ἄλλο ἐπιθυμεῖ ὁ καθένας. Ἀκολούθως ὀπισθοχωροῦμε ἀπό τά πλάγια, χωρίς νά στρέφουμε τά νῶτα μας πρός τά Ἅγια καί χωρίς νά δημιουργοῦμε πρόβλημα στούς ἑπόμενους πού καί αὐτοί θά προσκυνήσουν.

 

γ) Ἡ ἀμφίεση

Δέν εἰσερχόμεθα στούς Ναούς μέ ὁποιαδήποτε ἀμφίεση, ἤ μέ τήν ἀμφίεση τῆς ὥρας ἐκείνης πού βρεθήκαμε μπροστά στόν Ναό. Ἡ ἀκατάλληλη ἀμφίεση δέν δείχνει σεβασμό οὔτε ἐκτίμηση, ἀλλά μᾶλλον περιφρόνηση. Ἐάν κανείς δέν τό νοιώθει αὐτό καί ἔχει ἀντίθετη ἄποψη, πρέπει νά γνωρίζει ὅτι τήν ἐνδυμασία δέν τήν καθορίζουν οἱ ἐπισκέπτες, ἀλλά ὁ Οἰκοδεσπότης. Αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνο στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί στήν καθημερινή ζωή καί πράξη …

Ὁ Θεός βέβαια δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τόν τρόπο τῆς ἀμφίεσής μας, διότι ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἐσωτερική κατάσταση τῆς ψυχῆς μας, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη καί πρέπει νά παρουσιαστοῦμε μέ τρόπο πού δείχνει τό σεβασμό πού κατά βάθος ἔχουμε: καί πρός τόν Ἱερό χῶρο καί πρός τόν Θεό. Μπαίνουμε μέ ὁποιαδήποτε ἀμφίεση στό γραφεῖο τοῦ Ὑπουργοῦ ἤ τοῦ Στρατηγοῦ γιά νά ζητήσουμε μετάθεση τοῦ παιδιοῦ μας;

 

δ) Οἱ θόρυβοι κατὰ τὴν εἴσοδο

Ἐάν κάνει ζέστη, δέν χρησιμοποιοῦμε “βεντάλια”· εἶναι ἀσεβές, ἐνοχλητικό καί δείχνει πρόσωπα μέ ἔλλειψη ὑπομονῆς καί θυσίας. Δέν ἀναστενάζουμε, οὔτε βγάζουμε ἄναρθρες κραυγές. Δέν σιγοψάλλουμε, (ἐκτός ἐάν αὐτό ἔχει ἐπιτραπεῖ, σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία συνήθεια, ἡ ὁποία ὅμως σήμερα δέν εἶναι ἐφικτή), διότι εἶναι ἐνοχλητικό γιά τούς διπλανούς μας. Δέν ἐπαναλαμβάνουμε (μερικές μάλιστα φορές προτρέχοντας), τά λόγια τοῦ Ἱερέα, (εἶναι ἐπίδειξη ἤ λανθασμένος ἐγωϊσμός …). Δέν κάνουμε κάθε τόσο μετάνοιες, οὔτε συνεχή σταυροκοπήματα (αὐτά εἶναι προτιμότερο νά τά κάνουμε στό σπίτι μας, ὅπου κανείς δέν μᾶς παρεξηγεῖ καί κανένα δέν ἐνοχλοῦμε).

 

ε) ῾Η προσωπική περιποίηση

Ὅταν κανείς πρόκειται νά μεταβεῖ στήν Ἐκκλησία, προετοιμάζεται ψυχικῶς ἀλλά καί σωματικῶς ἀπό πλευρᾶς ἐμφανίσεως. Ἡ σπουδαιότερη προετοιμασία, φυσικά εἶναι ἡ πρώτη, ἡ ψυχική. Ἀκριβῶς ὅμως γι’ αὐτό τό λόγο πρέπει κανείς πολύ νά προσέξει τή δεύτερη. Ἐπειδή ὁ Χριστός θέλει νά Τόν ἀγαποῦμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά καί τήν ψυχή καί τή διάνοια, πρέπει αὐτό νά τό ἐπιδιώκουμε καί νά τό ζοῦμε. Ἐάν μιά νέα ἤ μιά κυρία τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς κάθεται στόν καθρέπτη “ὧρες ὁλόκληρες” περιποιούμενη τό πρόσωπο καί τα μαλλιά της καί στή συνέχεια ἀλλάζει καί ψάχνει νά βρεῖ τήν καταλληλότερη φορεσιά της, αὐτό δείχνει ὅτι ἐνδιαφέρεται περισσότερο γιά τό πῶς θά ἐμφανιστεῖ στόν κόσμο καί γιά τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος γι’ αὐτήν, παρά γιά τόν Χριστό! Αὐτή ἡ περιποίηση ἀποδεικνύει ἀκόμη χειρότερη ἐσωτερική κατάσταση, ἐάν ἡ χριστιανή αὐτή πρόκειται καί νά κοινωνήσει!

Ἐάν πάλι μιά γυναίκα, πηγαίνοντας στήν Ἐκκλησία τήν Κυριακή τό πρωΐ, βάφεται (στά μάτια, χείλη, νύχια, πρόσωπο κ.λ.π.), πρέπει νά καταλάβει ὅτι ὅλα αὐτά δέν ἔχουν σχέση μέ ὅ,τι ζητᾶ ὁ Κύριος. Δέν πάει κανείς νά προσκυνήσει ἤ νά κοινωνήσει μέ βαμμένα χείλη. Πρέπει νά σκεφτεῖ ὅτι μέ τήν πράξη της αὐτή δέν γνωρίζει τί ζητᾶ καί τί κάνει, ἐνῶ συγχρόνως λερώνει μέ τά βαψίματά της τίς εἰκόνες, τή λαβίδα καί τό μάκτρο.

 

στ) ῾Η θέση πού θά σταθοῦμε

Μετά τήν προσκύνηση τῶν Ἁγίων εἰκόνων, ἀθόρυβα, χωρίς νά ὁμιλοῦμε, χωρίς νά χαιρετοῦμε ἤ πολύ χειρότερα χωρίς ν’ ἁσπαζόμαστε τούς γνωστούς πού βλέπουμε μέσα στό Ναό, πηγαίνουμε καί καταλαμβάνουμε μιά θέση.

Ἐάν ἔχουμε ὀρθό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, πού εἶναι φρόνημα ταπεινό, μέ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητας καί ἁμαρτωλότητάς μας, δέν ψάχνουμε νά βροῦμε μία θέση στήν πρωτοκαθεδρία. Τό ταπεινό φρόνημα μᾶς κάνει νά θέλουμε νά κρυφτοῦμε πίσω ἀπό τούς ἄλλους καί ὄχι νά πιάσουμε μιά θέση μπροστά, ἀπό τίς πρῶτες. Ἐάν τήν ὥρα αὐτή πού μπαίνουμε στόν Ναό συμπέσει νά διαβάζεται ὁ Ἑξάψαλμος τοῦ Ὄρθρου ἤ τό Εὐαγγέλιο, σταματᾶμε τήν κίνησή μας στήν εἴσοδο τοῦ κυρίως Ναοῦ. Ἀπό τή θέση αὐτή παρακολουθοῦμε τήν ἀνάγνωση καί μετά τό πέρας συνεχίζουμε τήν κίνησή μας. Ἔτσι πρέπει ἀπό σεβασμό πρός τίς ἱερές αὐτές ἀναγνώσεις. Ἀργότερα στή Μεγάλη Εἴσοδο, δέν γονατίζουμε, διότι τά Τίμια Δῶρα δέν ἔχουν ἀκόμη καθαγιαστεῖ· γονατίζουμε μόνο στά προηγιασμένα. Στή Θ. Κοινωνία ἀπό τό “Μετά φόβου …” μέχρι τό “Πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν”, ἐπειδή ὁ Χριστός εὑρίσκεται μπροστά μας, στήν Ὡραία Πύλη καί κοινωνοῦν οἱ πιστοί, δέν εἶναι σωστό νά καθόμαστε. Στεκόμαστε ὄρθιοι, ὅσοι καί ἄν εἶναι οἱ μεταλαμβάνοντες. Ἄς κουραστοῦμε λίγο. Γιά τό σεβασμό μας αὐτό, ὁ Θεός θά μᾶς εὐλογήσει περισσότερο.

 

ζ) Προσκύνηση τῶν Ἁγίων εἰκόνων τοῦ τέμπλου

Ὅταν οἱ Ἱερεῖς πρόκειται νά λειτουργήσουν παίρνουν «Καιρό”. Δηλ. τελοῦν μυστικά μιά σύντομη Ἀκολουθία ἔξω ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα, ἁσπαζόμενοι τίς Ἅγιες εἰκόνες τοῦ τέμπλου καί κατακλείοντες μέ μία εὐχή ζητώντας κατά κάποιο τρόπο ἄδεια καί εὐλογία ἀπό τόν Θεό, ὥστε «ἀκατακρίτως νά ἐκτελέσουν τήν ἀναίμακτον ἱερουργίαν». Γι’ αὐτό μερικοί λένε ὅτι οἱ λαϊκοί δέν προσκυνοῦν τίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου. Αὐτό μπορεῖ νά γίνει πρίν τήν ἔναρξη τῆς Ἀκολουθίας ἤ μετά τό πέρας αὐτῆς. Πρῶτα ἀσπαζόμαστε τήν Ἁγία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, μετά τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας … Ἀκολουθεῖ ἡ προσκύνηση τῶν Ἁγίων … Δέν προσκυνοῦμε ὅμως τίς εἰκόνες κατά τή διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν, διότι μοιάζει σάν νά γίνεται ἐπίδειξη εὐλαβείας καί τήν ὥρα  τῆς Λατρείας εἶναι ἐνοχλητικό καί διασπαστικό τῆς προσοχῆς τῶν πιστῶν.

 

η) Ἀναχώρηση ἀπό τόν Ναό

Ὅταν πᾶμε νά ἐκκλησιαστοῦμε, παραμένουμε στόν Ναό μέχρι τό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας … Δέν φεύγουμε ἀπό τήν Θ. Λειτουργία ἐνωρίτερα ἀπό τό «Δι’ εὐχῶν …» διότι εἶναι προσβολή! Ὁ Χριστός νά θυσιάζεται προσφέροντάς μας τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του καί ἐμεῖς, φεύγοντας ἐνωρίτερα, νά στρέφουμε τά νῶτα μας, ἀδιαφορώντας. Μοιάζουμε σ’ αὐτή τήν περίπτωση μέ τόν Ἰούδα, πού ἔφυγε ἀπό τό Μυστικό Δεῖπνο (τήν πρώτη Θ. Λειτουργία) ἐνωρίτερα, γιά τήν προδοσία! Ἐάν πάντως εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἄς ἀναχωρήσουμε, ὄχι τήν τελευταία ὥρα, ἀλλά ἐνωρίτερα, τότε πού κατ’ οἰκονομίαν ἐπιτρέπεται, Πρίν ἀρχίσει ἡ Λειτουργία τοῦ Μυστηρίου, δηλ. μετά τό Εὐαγγέλιο (ἀμέσως μετά τά «Κατηχούμενα»)· πρίν ἀπό τόν Χερουβικό ὕμνο. Μετά τό «Δι’ εὐχῶν …» καί τή λήψη τοῦ ἀντιδώρου, σιωπηλοί ἐξερχόμαστε τοῦ Ἱ. Ναοῦ, χωρίς νά ἀρχίζουμε μέσα στόν Ναό τούς χαιρετισμούς, ἀσπασμούς καί συζητήσεις μέ τούς γνωστούς καί συγγενεῖς μας. Εἶναι πολύ κακή συνήθεια καί πρέπει νά διορθώσουμε καί αὐτή τήν ἀταξία. Μέσα στόν Ναό καί πρό καί μετά τήν Ἀκολουθία δέν συμπεριφερόμαστε ὅπως στά κοσμικά σαλόνια. Ὁ Ἱ. Ναός συνεχίζει νά εἶναι Οἶκος Θεοῦ καί μετά τίς Ἀκολουθίες. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ καλεσμένοι καί ἔχουμε ὑποχρέωση νά σεβασθοῦμε τόν Οἶκο τοῦ Οἰκοδεσπότου.

 

η) Συνάντηση μέ Ἱερέα

Ὅταν εἰσερχόμενοι στόν Ἱερό Ναό συναντηθοῦμε μέ τόν Ἱερέα, τόν χαιρετοῦμε ἐκκλησιαστικά, (ὄχι κοσμικά). Κάνουμε μικρή μετάνοια (ὑπόκλιση) χωρίς νά κάνουμε τόν σταυρό μας, λέγοντας «Εὐλόγησον Πάτερ» ἤ «τήν εὐχή σας Πάτερ» (ἤ Δέσποτα, ἐάν εἶναι Ἐπίσκοπος) ἤ «Εὐλογεῖτε» καί φιλοῦμε τό χέρι του. (Τά ἴδια ἰσχύουν καί σέ περίπτωση πού συναντοῦμε γνωστό μας Ἱερέα στό δρόμο). Καί αὐτός ἀπαντᾶ εὐλογώντας μας: «Εὐλογία Κυρίου» ἤ «τοῦ Κυρίου» ἤ «ὁ Κύριος» …

 

θ) Εἴσοδος στό Ἱερό Βῆμα

Κατ’ ἀρχήν ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος στό Ἱερό Βῆμα, βάσει τοῦ 69ου κανόνα τῆς Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου· γιά τίς γυναῖκες παντελῶς καί γιά τούς ἄνδρες, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχουν ἄδεια ἤ κάποια ἀπόλυτη ἀνάγκη. Κατ’ οἰκονομία γίνεται ἐξαίρεση στίς γυναῖκες πού ὑπηρετοῦν στούς Ναούς, ὡς νεωκόροι, στίς ὁποῖες διαβάζεται εἰδική εὐχή.

Τό Ἱερό Βῆμα εἶναι τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, στό ὁποῖο εἰσέρχονται μόνο οἱ Ἱερεῖς γιά νά τελοῦν τήν ἀναίμακτη θυσία καί τίς ἱερές Ἀκολουθίες. Στό Βυζάντιο τή διάταξη αὐτή σέβονταν ἀκόμη καί οἱ χρισμένοι Αὐτοκράτορες καί δέν εἰσέρχονταν στό Ἱερό Βῆμα.

Ὅσοι λαϊκοί ἔχουν τήν εὐλογία νά διακονοῦν τόν Ἱερέα, Ἐπίτροποι ἤ μικρά παδιά πρέπει νά ἀναλογιστοῦν τή σοβαρότητα καί ἱερότητα τοῦ χώρου καί νά λάβουν ὑπόψη τους τίς ἀπορρέουσες ἀπό τήν εἴσοδό τους αὐτή καί τό διακόνημά τους ὑποχρεώσεις. Οἱ πνευματικοί νόμοι παρ’ ὅτι δέν ἔχουν ἐντεταλμένους ἀστυνομικούς γιά τήν ἐπίβλεψη καί τήρησή τους δέν καταργοῦνται χωρίς συνέπειες … Δέν εἶναι δικαιολογία αὐτό πού λένε ἤ αἰσθάνονται πολλοί (λαϊκοί ἀλλά καί Κληρικοί): δέν μᾶς βλέπουν, δέν μᾶς ἀκοῦνε. Μᾶς βλέπει καί μᾶς ἀκούει ὁ Θεός! Ἄλλωστε ἡ ἱεροπρέπειά μας δέν πρέπει νά ἐξαρτᾶται ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά ἀπό τόν τόπο στόν ὁποῖο βρισκόμαστε καί ἀπό τή στάση μας πρός αὐτόν.

Τό ὅτι οἱ εἰσερχόμενοι στό Ἱερό Βῆμα δέν φαίνονται ἀπό τό ἐκκλησίασμα δέν τούς ἀπαλλάσσει ἀπό τίς ὑποχρεώσεις:

- τῆς μεγαλύτερης εὐλαβείας

- τῆς σεμνότερης στάσεως

- τῆς ἀποφυγῆς τῶν ὁμιλιῶν

- τῆς ἀποφυγῆς τῶν ἀσκόπων κινήσεων ἐντός αὐτοῦ καί πρό πάντων καί ἰδίως

- τοῦ σεβασμοῦ τῆς μόνιμης παρουσίας τοῦ Κυρίου μέσα στό Ἀρτοφόριο ἀλλά καί ὡς Ἀμνοῦ στήν Ἁγία Τράπεζα μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων.

Ὅσοι δέν εἶναι σέ θέση καί δυσκολεύονται νά τηρήσουν τ’ ἀνωτέρω, εἶναι προτιμότερο νά παραμένουν ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ, στόν κυρίως Ναό, γιά νά μήν κολάζονται. Διότι εἶναι τελείως ἀπαράδεκτο ὁ Κύριος νά βρίσκεται δίπλα μας καί ἐμεῖς νά καθόμαστε («σάν νά μή συμβαίνει τίποτε»). Ἤ νά ἀδιαφοροῦμε γιά τήν ἱερότητα τῆς στιγμῆς τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, τῆς ὑψώσεως τοῦ Ἀμνοῦ στά «Ἅγια τοῖς Ἁγίοις», τῆς ὥρας τῆς Μεταλήψεως τῶν Ἱερέων κ.λπ. Ἐάν δίπλα μας βρισκόταν ἕνας ἐπίγειος βασιλιάς θά καθόμασταν; ἤ θά «περιδιαβάζαμε» καί θά τυρβάζαμε;

Γιά νά περιοριστεῖ στό ἐλάχιστο τό ἀσεβές αὐτό φαινόμενο χρειάζεται ἐνημέρωση· νά ἐκλείψει ἡ ἄγνοια …

 

(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου, Λατρευτικό Ἐγχειρίδιο. Στοιχεα γωγς γιά τήν τάξη καί τή Λατρεία τς κκλησίας, Β' κδοση Βελτιωμένη, Θεσσαλονίκη: Συναξάρι 1999, σ. 246-254)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ

 

ΡΑΔΙΟΣΤΑΘΜΟΣ Ι.Μ. ΛΕΜΕΣΟΥ

 radio.jpg

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ

Copyright © AP.ANDREAS.LEMESOU 2014. All Rights Reserved.