ΟΣΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ: Η ΚΟΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ἡ κοινὴ προσευχὴ

Ὁ ἱερὸς ναὸς εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ

 

Πολλοὶ ἄνθρωποι, Γέροντα, δὲν θεωροῦν ἀπαραίτητο τὸν ἐκκλησιασμό.

– Δὲν μπαίνουν στὸ βαθύτερο νόημα οἱ ἄνθρωποι· κόβουν τὸ καλώδιο, τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό, καὶ μετὰ δὲν μποροῦν νὰ βοηθηθοῦν. Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι Χριστιανοὶ δὲν ζοῦν μυστηριακά, γι’ αὐτὸ ὑπάρχει μιὰ ἐπίδραση δαιμονική. 

Ἐγὼ πάντοτε λέω στοὺς λαϊκοὺς νὰ ἐκκλησιάζω­νται, γιὰ νὰ ἁγιάζωνται. Καὶ μόνον ἂν σκεφθῆ κανεὶς ὅτι μπαίνοντας στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μπαίνει στὸ σπί­τι τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖ δέχεται τὴν θεία Χάρη καὶ ἁγιάζε­ται, εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ συγκλονισθῆ. Μέσα στὸν ναὸ μᾶς παρακολουθοῦν ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, οἱ Ἅγιοι, ζητοῦμε τὴν βοήθειά τους, μποροῦμε ἁπλὰ νὰ συνομι­λοῦμε μαζί τους. Ἐκεῖ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ζή­σουμε τὰ Μυστήρια. Ἐκεῖ θυσιάζεται γιὰ μᾶς ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς δίνει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του. Αὐτὸ δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς συγκλονίζη; 

– Γέροντα, τώρα μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ὑγείας μου δὲν πηγαίνω στὴν ἐκκλησία καὶ μοῦ λείπει ἡ Ἀκολουθία.

– Τώρα χρειάζεται νὰ κάνης λίγη ὑπομονή. Ἐγώ, ὅταν ἤμουν στὸν στρατὸ καὶ ἤμασταν στὶς ἐπιχειρήσεις πάνω στὰ βουνά, ἑπτὰ μῆνες εἶχα νὰ δῶ ἐκκλησία. Μιὰ μέρα μὲ ἔστειλαν κάτω στὴν Ναύπακτο, γιὰ νὰ φτιάξω κάτι ἀσυρμάτους καὶ ἔπρεπε νὰ γυρίσω ἀμέσως πίσω. Τακτοποίησα τοὺς ἀσυρμάτους καί, καθὼς ἐπέστρεφα, πέρασα ἔξω ἀπὸ μία ἐκκλησία ποὺ ἦταν πάνω στὸν δρόμο. Ἦταν Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ ἔψαλλαν τοὺς Χαιρετισμούς. Πῶς νὰ μπῶ μέσα; Εἶχα τοὺς ἀσυρμάτους ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς ἀφήσω· δὲν εἶχα καὶ χρόνο. Κάθησα μόνον πέντε λεπτὰ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Μὲ ἔπιασε ἕνα παράπονο! Ἔκλαιγα σὰν μικρὸ παιδί. «Θεέ μου, ἔλεγα, πῶς κατήντησα! Ἀπὸ μικρὸς πήγαινα στὴν ἐκκλησία, πρὶν πάη ὁ νεωκόρος. Καὶ τώρα ἑπτὰ μῆνες ἔκανα νὰ δῶ ἐκκλησία!».

– Γέροντα, ὅταν ἀπὸ τὴν διακονία μου στὸ ἀρχο­νταρίκι πηγαίνω κατ’ εὐθεῖαν στὴν ἐκκλησία, δὲν μπορῶ νὰ συγκεντρωθῶ.

– Ἀπὸ τὸ ἀρχονταρίκι πηγαίνεις στὸν ναό. Ἀπὸ τὸν ναὸ νὰ πᾶς στὸν Οὐρανὸ καὶ μετὰ πιὸ ἐκεῖ, στὸν Θεό.

– Πῶς γίνεται αὐτό, Γέροντα; Σκέφτεται κανεὶς τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ;

– Ὁ ναὸς εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ ἐδῶ στὴν γῆ. Τὸ πραγματικὸ ὅμως σπίτι τοῦ Θεοῦ εἶναι στὸν Παράδεισο, ὅπως καὶ τὸ δικό μας πραγματικὸ σπίτι εἶναι στὸν Παράδεισο. 

 

 

Ἡ δύναμη τῆς κοινῆς προσευχῆς

 

– Γέροντα, μερικὲς φορὲς νιώθω τὴν ἀνάγκη νὰ μείνω στὸ κελλὶ καὶ νὰ κάνω πνευματικὰ παρὰ νὰ πάω στὴν Ἀκολουθία.

– Αὐτὸ ποὺ θὰ γίνη στὴν Ἀκολουθία, μπορεῖ νὰ γίνη ἄλλη ὥρα; Δὲν μπορεῖ νὰ γίνη. Ἐνῶ αὐτὸ ποὺ θὰ κά­νης στὸ κελλί, μπορεῖ νὰ γίνη καὶ ἄλλη ὥρα. 

– Στὴν ἐκκλησία, Γέροντα, δὲν νιώθω πάντα τὴν ἀλλοίωση ποὺ νιώθω στὸ κελλί.

– Κοίταξε· ἡ κατ’ ἰδίαν προσευχὴ εἶναι προετοιμασία γιὰ τὴν κοινή. Ἡ κοινὴ προσευχὴ ἀπὸ ἄποψη ποιότητος μπορεῖ νὰ εἶναι κατώτερη ἀπὸ τὴν κατ’ ἰδίαν, γιατὶ στὸν ναὸ δὲν μπορεῖς νὰ κινηθῆς ἐλεύθερα, ὅπως ὅταν εἶσαι μόνος. Ἀπὸ ἄποψη ὅμως ἰσχύος εἶναι ἀνώ­τερη, γιατὶ προσεύχονται ὅλοι μαζί, καὶ ἄλλου ἡ προ­σευχὴ ἔχει πιὸ πολλὴ δύναμη, ἄλλου πιὸ πολλὴ θέρ­μη κ.λπ. Αὐτὲς λοιπὸν τὶς δύο-τρεῖς ὧρες ποὺ γίνεται ἡ Ἀκολουθία, πρέπει νὰ εἶσαι κι ἐσὺ ἐκεῖ στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ προσευχηθῆς μαζὶ μὲ ὅλους. Τί εἶπε ὁ Χριστός; «Ὅπου εἶναι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν».

– Γέροντα, μὲ ἀναπαύει πιὸ πολὺ νὰ μένω στὸ κελ­λί, ἐπειδὴ στὴν Ἀκολουθία ἔχω περίσπαση. 

– Ἡ ἀνάπαυση ποὺ νιώθεις ἐκείνη τὴν ὥρα στὸ κελλί, δὲν εἶναι πραγματικὴ ἀνάπαυση. Ἂν κάνης τὸν ἀγώνα σου μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ προσπαθήσης νὰ συγκε­ντρωθῆς καὶ νὰ λὲς τὴν εὐχή, τότε θὰ κάνης σωστὴ δου­λειὰ καὶ θὰ βρῆς τὴν πραγματικὴ ἀνάπαυση. Νὰ κά­νης μιὰ προσπάθεια νὰ ξεπεράσης τὶς δυσκολίες μέσα στὶς δυσκολίες· αὐτὸ πολὺ θὰ σὲ βοηθήση. Εἶναι σὰν νὰ ἐκπαιδεύεσαι στὸν στρατὸ μὲ πραγματικὲς σφαῖρες, πράγμα ποὺ σὲ κρατᾶ σὲ ἐγρήγορση.

– Γέροντα, στὴν Ἀκολουθία ζορίζομαι, γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ λέω τὴν εὐχὴ καὶ νὰ παρακολουθῶ συγχρό­νως τὶς ἀναγνώσεις καὶ τὰ ψαλτικά. 

– Γιατί ζορίζεσαι; Βλέπω ὅτι ἔχεις ἀγωνία. Λές: «Θέλω νὰ προχωρήσω στὴν νοερὰ προσευχή, θέλω νὰ πλουτίσω...». Αὐτὸ ἔχει μέσα κρυφὸ ἐγωισμό, ὑπερη­φάνεια. Ὄχι ὅτι δὲν ἀγωνίζεσαι· ἐγὼ σοῦ τὰ λέω καὶ λίγο ὑπερβολικά. Ἔχεις καλὴ διάθεση καὶ ὁ Χριστὸς θὰ σὲ βοηθήση. Στάσου σὰν παιδάκι μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ μὴ σκέφτεσαι τίποτε. Κινήσου ἁπλά, καὶ θὰ δῆς πόση Χάρη θὰ σοῦ δώση ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία. Μπαίνοντας στὴν ἐκκλησία νὰ σκέφτεσαι πὼς μπῆκες μέσα στὸ καράβι, καὶ ἄφησε τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ πάη ὅπου θέλει.

– Ὁ ὕπνος, Γέροντα, μὲ κλέβει στὶς Ἀκολουθίες καὶ μερικὲς φορὲς δὲν μπορῶ νὰ παρακολουθήσω καθό­λου. Ὕστερα μοῦ λέει ὁ λογισμός: «Τί ἔγινε ποὺ πῆγες στὴν Ἀκολουθία, ἀφοῦ δὲν προσευχήθηκες;».

– Καὶ ὅταν νυστάζης, καὶ ὅταν σὲ κλέβη ὁ ὕπνος, τὸ καράβι ταξιδεύει. Μέσα στὸ καράβι, ἄλλος χαζεύει, ἄλλος νυστάζει, ἄλλος κοιμᾶται, ἀλλὰ τὸ καράβι προ­χωράει γιὰ τὸν προορισμό του. Ἐσὺ νὰ προσπαθῆς νὰ μὴν κοιμᾶσαι.

– Γέροντα, ἂν ὁ νοῦς στὴν Ἀκολουθία δὲν ἀσχοληθῆ μὲ τὴν προσευχή, εἶναι κουραστικὴ ἡ Ἀκολουθία.

– Ναί, γιατὶ τότε δὲν τρέφεται ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν ὁ νοῦς δὲν εἶναι στὰ θεῖα νοήματα, ἡ Ἀκολουθία εἶναι ἁπλῶς μία σωματικὴ ἄσκηση, ἕνας κόπος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πάντως, καὶ αὐτὸς ποὺ νυστάζει στὴνἐκκλησία καὶ ἀγωνίζεται νὰ μὴν τὸν πάρη ὁ ὕπνος, ἔχει μεγάλο μισθό. Μήπως δὲν εἶχε κρεββάτι στὸ κελλί του, νὰ πάη νὰ κοιμηθῆ; Δυὸ κοσμικοὶ πῆγαν στὸ Ἅγιον Ὄρος σὲ μιὰ ἀγρυπνία. Κοιμήθηκαν πρῶτα καὶ κατέβηκαν στὸν ναὸ στοὺς Αἴνους. Ἕνας καλόγερος στὸ διπλανὸ στασίδι νύσταζε καὶ ἀγωνιζόταν νὰ μὴν κοιμηθῆ. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο κοσμικούς, ὅταν τὸν εἶδε, λέει στὸν διπλανό του: «Κοίτα, οἱ καλόγεροι κοιμοῦνται». Τότε ὁ ἄλλος τοῦ ἀπάντησε σὰν τὸν καλὸ ληστή: «Δὲν ντρέπεσαι; Ἐμεῖς κοιμηθήκαμε τόσες ὧρες καὶ τώρα ἤρθαμε. Δὲν θὰ μποροῦσε κι αὐτὸς νὰ πάη στὸ κελλί του νὰ κοιμηθῆ; Στρῶμα μπορεῖ νὰ μὴν ἔχη, ἀλλὰ ἕνα ξυλοκρέββατο θὰ ἔχη». 

– Τὴν Ἀκολουθία, Γέροντα, δὲν τὴν χαίρομαι.

– Ὅλο χαρὰ νὰ ζητᾶμε; Βρίσκεσαι στὸν ναὸ γιὰ τὸν Χριστό. Στέκεσαι στὸ στασίδι, ἀκουμπᾶς κιόλας τὰ χέρια καὶ ξεκουράζεσαι λίγο. Νὰ σκέφτεσαι: «Ὁ Χριστὸς ἔχει ἁπλωμένα τὰ χέρια στὸν Σταυρό, ἐνῶ ἐγὼ ξεκου­ράζομαι κιόλας». Ἔτσι θὰ νιώσης ἀνάπαυση. 

– Γέροντα, στὴν Ἀκολουθία μποροῦμε νὰ καθώμαστε;

– Ὅποιος ἔχει κάποια δυσκολία, μπορεῖ νὰ καθήση λίγο. Ὅποιος ὅμως ἔχει κουράγιο, καλὸ εἶναι νὰ στέκε­ται ὄρθιος. Ἀλλὰ αὐτὸ νὰ τὸ αἰσθάνεσθε καὶ νὰ τὸ κά­νετε ἀπὸ μέσα σας. Ὄχι νὰ λέτε: «Τώρα θὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, θὰ σταθοῦμε ἔτσι, θὰ ἔχουμε σκυμμένο τὸ κεφάλι, δὲν θὰ κουνηθοῦμε». Αὐτὸ εἶναι ἕνα πράγμα τυπικό, ἐξωτερικό.

– Πολλὲς φορές, Γέροντα, δὲν μπορῶ νὰ συγκε­ντρωθῶ μέσα στὴν ἐκκλησία, ἐπειδὴ πονοῦν τὰ πόδια μου ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία. Τί νὰ κάνω;

– Νὰ θυμᾶσαι τὸ τιμωρητικὸ ξύλο, στὸ ὁποῖο ἔβαλαν τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ λές: «Δόξα τῷ Θεῷ ποὺ πονάω». Τότε θὰ ξεχνᾶς τὸν δικό σου πόνο, ἡ καρδιά σου θὰ γλυκαίνεται καὶ θὰ λὲς καρδιακὰ τὴν εὐχή.

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Γέροντος Παϊσίου γιορείτου, Λόγοι Στ': Περὶ προσευχῆς, ερν συχαστήριον “Εαγγελιστς ωάννης ὁ Θεολόγος”, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 2012, σ. 205-210)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ

 

ΡΑΔΙΟΣΤΑΘΜΟΣ Ι.Μ. ΛΕΜΕΣΟΥ

 radio.jpg

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ

Copyright © AP.ANDREAS.LEMESOU 2014. All Rights Reserved.