π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: “Ο ΑΧΩΡΗΤΟΣ ΠΑΝΤΙ, ΠΩΣ ΕΧΩΡΗΘΗ ΕΝ ΓΑΣΤΡΙ;”
«Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;»
Πρωτοπρ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
“Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός; Πάντως ὡς οἶδεν, ὡς ἠθέλησε καὶ ὡς ηὐδόκησεν· ἄσαρκος γὰρ ὤν, ἐσαρκώθη ἐκών· καὶ γέγονεν ὁ Ὤν, ὃ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς· καὶ μὴ ἐκστὰς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος …”.
Αὐτὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει στὸ σύμπαν ὁλόκληρο, ἀφοῦ εἶναι ὁ πανταχοῦ παρὼν Θεός, ἀφοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος κόσμου, πῶς μπόρεσε νὰ χωρέσει στὴ μήτρα μιᾶς γυναίκας; Αὐτὸς ποὺ ἐπαναπαύεται στοὺς κόλπους τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ Πατρός, ἀφοῦ εἶναι ὁ συνάναρχος καὶ συναΐδιος Υἱὸς καὶ Λόγος Του, πῶς εὑρίσκεται ὡς βρέφος στὶς ἀγκάλες τῆς κατὰ σάρκα Μητρός Του, τῆς Παρθένου Μαρίας; Αὐτὸ τὸ μέγα μυστήριο δὲν μπορεῖ ἀνθρώπινος νοῦς νὰ τὸ συλλάβει καὶ νὰ τὸ κατανοήσει, πολὺ δὲ περισσότερο ἀνθρώπινη γλώσσα νὰ τὸ ἐκφράσει. Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ πανταχοῦ παρόντος, τοῦ προαιωνίου καὶ ἀϊδίου Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔγινε, ὅπως Ἐκεῖνος ἐν τῇ πανσοφίᾳ Του γνωρίζει, ὅπως Ἐκεῖνος θέλησε καὶ ὅπως Ἐκεῖνος εὐδόκησε. Τὸ κατ’ ἐξοχὴν θέλημα τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, τὸ κατ’ εὐδοκίαν θέλημά Του, ὅπως τὸ ὀνομάζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Ὁ Πανάγαθος Θεὸς “πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν” (Α’ Τιμ. β’ 4). Γιὰ νὰ σώσει, λοιπόν, τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ φοβερὸ δράμα τῆς πτώσεως καὶ τῆς ὑποταγῆς του στὴ φθορά, στὴν ἁμαρτία καὶ στὸν θάνατο, ἐνῶ ἦταν ἄσαρκος, σαρκώθηκε μὲ τὴ δική του θέληση. Καὶ Αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ Ὤν, ὅπως ἀπεκάλυψε στὸν Προφήτη Μωϋσῆ ἐπὶ τοῦ ὄρους Χωρὴβ (=Σινᾶ) ἀμέσως μετὰ τὴ θεοπτική του ἐμπειρία μὲ τὴ φλεγομένη καὶ μὴ κατακαιομένη βάτο (Ἐξ. γ’ 14), ἔγινε γιὰ μᾶς αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν προηγουμένως, κτιστὸς ἄνθρωπος δηλαδή. Χωρὶς νὰ πάψει νὰ εἶναι Θεός, χωρὶς νὰ πάψει νὰ μετέχει τῆς θείας φύσεως, ἔγινε μέτοχος καὶ τῆς δικῆς μας φύσεως, τῆς ἀνθρωπίνης.
Στὸ Κάθισμα αὐτὸ τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων (Κάθισμα μετὰ τὸν Πολυέλεον) ἐκφράζεται μὲ τὸν πλέον θεολογικὸ καὶ συνάμα μὲ τὸν πιὸ ὄμορφο ποιητικὰ τρόπο τὸ μέγα μυστήριο τῆς Σαρκώσεως, τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ταυτοχρόνως ἐκφράζεται καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, τῆς Μητροπόλεως ὅλων τῶν ἑορτῶν, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος. Τὰ Χριστούγεννα εἶναι, χωρὶς ἀμφιβολία, ἡ πλέον ἐκκοσμικευμένη καί, κατὰ ταῦτα, ἡ πλέον ἀδικημένη ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ταυτίστηκε στὸ μυαλὸ τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας μὲ τὸν φανταχτερὸ διάκοσμο τῶν ἡμερῶν, μὲ τὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα, τὶς φάτνες, τὶς στολισμένες βιτρίνες τῶν καταστημάτων, τὰ λαμπάκια ποὺ ἀναβοσβήνουν παντοῦ· ταυτίστηκε μὲ τὰ ἑορταστικὰ τραπέζια, τὰ πλούσια ἐδέσματα καὶ τὴν ἀνταλλαγὴ δώρων καὶ εὐχῶν, κι ἀκόμη χειρότερα κατὰ τὰ τελευταία χρόνια μὲ τὰ λεγόμενα “ρεβεγιόν”, τὰ γλέντια, τὶς ποικίλες διασκεδάσεις καὶ τὰ ποικίλα θεάματα, τὴ χαρτοπαιξία κ.ο.κ.
Δικαιολογημένα διερωτᾶται κανείς: Τί σχέση μποροῦν νὰ ἔχουν ὅλ’ αὐτὰ μὲ τὴν κατὰ σάρκα Γέννηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία στὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, μὲ τὴν ἀσύλληπτη ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ ἀλλὰ ταπεινὴ καθ’ ὅλα εἴσοδο τοῦ ἀπείρου Θεοῦ στὰ πεπερασμένα δεδομένα τῆς δικῆς μας Ἱστορίας; Τὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς παγκόσμιας Ἱστορίας, τὸ γεγονὸς ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χώρισε ὁριστικὰ τὴν Ἱστορία τοῦ κόσμου στὰ δύο: στὴν πρὸ Χριστοῦ καὶ στὴ μετὰ Χριστὸν ἐποχή. Ὁ δὲ σκοπὸς τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὴ δική μας σωτηρία καὶ τὴ δική μας θέωση. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ “ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν”, κατὰ τὸν γνωστὸ λόγο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου (Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 54)· ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς νὰ γίνουμε κατὰ χάριν θεοί. Ὁ προαιώνιος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ “οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών” (Φιλ. β’ 6-7)· δὲν ἐπαναπαύθηκε στὸ ὅτι ἦταν Θεὸς ἀληθινός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ κατεδέχθη νὰ κενώσει Ἑαυτὸν καὶ νὰ λάβει τὴ μορφὴ δούλου, ὥστε διὰ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Του καὶ τῆς ἐκ νεκρῶν τριημέρου Ἀναστάσεώς Του νὰ μᾶς δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ὑπερβοῦμε τὶς συνέπειες τῆς Πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων, τὴ δυνατότητα δηλαδὴ νὰ ὑπερβοῦμε τὴ φθορά, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο.
Οἱ θεολογικότατοι καὶ μοναδικοῦ ποιητικοῦ κάλλους ὕμνοι τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων μᾶς εἰσάγουν μὲ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο στὸ πραγματικὸ νόημα τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μᾶς φανερώνουν τὸ ἀπρόσιτο ὕψος καὶ τὸ ἀπύθμενο βάθος τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖ κανεὶς παρὰ νὰ σταθεῖ μὲ ἀπέραντο θαυμασμὸ καὶ μὲ δέος μπροστὰ στὴ θεία ἔμπνευση τῶν ἁγίων ποιητῶν ποὺ συνέγραψαν αὐτοὺς τοὺς ὕμνους. Ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουμε, δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε τελειότερη ποιητικὴ ἔκφραση τοῦ ὑψηλοῦ θεολογικοῦ νοήματος τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.
Τὸ Κάθισμα μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων ἀρχίζει μ’ ἕνα εὔλογο ἐρώτημα πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, στὸ ὁποῖο παρουσιάζεται ἡ ἴδια ἡ Θεομήτωρ νὰ ἀπαντᾶ. Ἡ ἀπάντησή της μᾶς θυμίζει ἐν πολλοῖς τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντέδρασε καὶ τὸ ἐρώτημα τὸ ὁποῖο ἔθεσε στὸν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὅταν ἐκεῖνος τῆς μετέφερε κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα ὅτι θὰ γεννήσει τὸν Σωτήρα τοῦ κόσμου. Εἶχε θέσει τότε ἡ Παναγία μας στὸν Ἀρχάγγελο τὸ ἐρώτημα: “Πῶς ἔσται μοι τοῦτο ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;” (Λουκ. α’ 34)· πῶς μπορῶ νὰ φέρω στὸν κόσμο παιδί, ἀφοῦ ποτέ μου δὲν εἶχα σαρκικὴ συνάφεια μὲ ἄνδρα; Ἂς δοῦμε ὅμως τὸ ἴδιο τὸ Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων:
“Τί θαυμάζεις Μαριάμ; τί ἐκθαμβεῖσαι τῷ ἐν σοί; Ὅτι ἄχρονον Υἱόν, χρόνῳ ἐγέννησα φησί, τοῦ τικτομένου τὴν σύλληψιν μὴ διδαχθεῖσα. Ἄνανδρος εἰμί, καὶ πῶς τέξω Υἱόν; ἄσπορον γονὴν τίς ἐώρακεν; ὅπου Θεὸς δὲ βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται …”.
Γιατί θαυμάζεις, Μαριάμ, καὶ γιατί ἐκπλήσσεσαι μ’ Αὐτὸν ποὺ κυοφορεῖς στὰ σπλάχνα σου; Διότι ἐγέννησα ἐν χρόνῳ, ἀπαντᾶ ἡ Παρθένος Μαρία, Αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ ἄχρονος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ διδαχθῶ ἀπὸ κανένα τὸν ὑπερφυσικὸ τρόπο τῆς συλλήψεως Αὐτοῦ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ ἐμένα. Δὲν εἶμαι παντρεμένη καὶ κατὰ ταῦτα δὲν ἔχω ἄνδρα· πῶς μπορῶ, λοιπόν, νὰ γεννήσω Υἱόν; Ποιός εἶδε ξανὰ ἄσπορη (ἄνευ σπορᾶς, χωρὶς τὴ σαρκικὴ συνάφεια ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς) σύλληψη, κυοφορία καὶ γέννηση; Ὅπως ἔχει γραφεῖ, ὅμως, ἐκεῖ ὅπου θέλει ὁ παντοδύναμος Θεός, ἐκεῖ νικᾶται, ἐκεῖ ὑπερβαίνεται ἡ φυσικὴ τάξη τῶν πραγμάτων.
Ὄντως! Στὴν Ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἱστορία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχουμε πολλὲς θαυμαστὲς συλλήψεις καὶ γεννήσεις ἀπὸ στεῖρες γυναῖκες καὶ ἀπὸ γυναῖκες πολὺ προχωρημένες στὴν ἡλικία. Ποιές νὰ πρωτοθυμηθοῦμε; Τὴ Σάρρα, τὴ γυναίκα τοῦ Δικαίου Ἀβραάμ, ποὺ παρότι στείρα γέννησε τὸν Ἰσαὰκ μετὰ τὰ ἐνενήντα της χρόνια; Τὴν Ἄννα, τὴ μητέρα τοῦ Προφήτου Σαμουήλ, πού, ἐνῶ ἦταν στείρα γιὰ πολλὰ χρόνια ἀξιώθηκε ν’ ἀποκτήσει ὄχι μόνο τὸν Σαμουὴλ ἀλλὰ καὶ ἀρκετὰ ἄλλα παιδιά; Τὴν Ἄννα, τὴ μητέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὴν Ἐλισάβετ, τὴ μητέρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου; Οἱ σχετικὲς περιπτώσεις εἶναι πάμπολλες. Σύλληψη, ὅμως, κυοφορία καὶ γέννηση ἀπὸ παρθένο γυναίκα δὲν εἴχαμε ποτέ. Ποτὲ γυναίκα στὴν Ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος δὲν ἀξιώθηκε νὰ φέρει στὸν κόσμο παιδὶ χωρὶς νὰ προηγηθεῖ σαρκικὴ συνάφεια μὲ ἄνδρα. Κι ὅμως, αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη στὴν περίπτωση τῆς Παρθένου Μαρίας μὲ τὴ Σύλληψη καὶ τὴ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἡ ἀπειρόγαμος κόρη συνέλαβε, κυοφόρησε γιὰ ἐννέα μῆνες καὶ γέννησε Υἱόν. Ἡ Παναγία μας κατέστη τοιουτοτρόπως “παστὰς ἀσπόρου νυμφεύσεως” (Ἀκάθιστος Ὕμνος). Ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ Τροπάρια τῆς ε’ ᾠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Ὄρθρου Χριστουγέννων: “Ἰδοὺ ἡ Παρθένος … ἐν γαστρὶ συλλαβοῦσα ἐκύησε Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα καὶ μένει Παρθένος”. Ἡ Παρθένος Μαρία συνέλαβε στὰ σπλάχνα της, κυοφόρησε καὶ γέννησε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεὸ καὶ παραμένει Παρθένος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ὀνομάζει Ἀειπάρθενο, ἀφοῦ ἦταν Παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, κατὰ τὸν τόκον καὶ μετὰ τὸν τόκον.
Ἂς συνεχίσουμε μ’ ἕνα ἄλλο ὡραιότατο τροπάριο τῆς ἑορτῆς, μὲ τὸ πρῶτο Στιχηρὸν Ἰδιόμελον τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγένννων, στὸ ὁποῖο ὁ ποιητὴς (Γερμανὸς Α’ Πατριάρχης Κων/πόλεως) παρουσιάζει μὲ ἀπαράμιλλο τρόπο πῶς διὰ τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ θεραπεύονται οἱ συνέπειες τῆς Πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ καὶ πάλιν τὴ δυνατότητα νὰ γίνεις πολίτης τοῦ Παραδείσου:
“Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, τὸ παρὸν μυστήριον ἐκδιηγούμενοι. Τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ διαλέλυται, ἡ φλογίνη ρομφαία τὰ νῶτα δίδωσι, καὶ τὰ Χερουβὶμ παραχωρεῖ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς· κἀγὼ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς μεταλαμβάνω, οὗ προεξεβλήθην διὰ τῆς παρακοῆς. Ἡ γὰρ ἀπαράλλακτος εἰκὼν τοῦ Πατρός, ὁ χαρακτὴρ τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ, μορφὴν δούλου λαμβάνει, ἐξ ἀπειρογάμου Μητρὸς προελθών, οὐ τροπὴν ὑπομείνας· ὃ γὰρ ἦν διέμεινε, Θεὸς ὢν ἀληθινός· καὶ ὃ οὐκ ἦν προσέλαβεν, ἄνθρωπος γενόμενος διὰ φιλανθρωπίαν”.
Ἂς γεμίσουμε ἀπὸ ἀγαλλίαση (=ὑπερβολικὴ χαρὰ) γιὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Κυρίου, διηγούμενοι αὐτὸ τὸ μέγα μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν ἕνωση θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὸ Πρόσωπό Του διαλύθηκε κυριολεκτικὰ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ (Ἐφεσ. β’ 14), ποὺ χώριζε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν Θεὸ λόγῳ τῆς ἁμαρτίας· ἡ φλογίνη ρομφαία, ἡ ὁποία μετὰ τὴν ἐκδίωξη τῶν Πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ φύλαττε τὴν πύλη τῆς Ἐδὲμ καὶ “τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς”, τὸν δρόμο δηλαδὴ ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ δένδρο τῆς ζωῆς ποὺ εὑρισκόταν μέσα στὸν Παράδεισο, τρέπεται σὲ φυγή· καὶ τὰ Χερουβίμ, τὸ ἀγγελικὸ τάγμα ποὺ ὅρισε ἐπίσης ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ φυλάττει τὴν πύλη τῆς Ἐδέμ, ἐπιτρέπουν στὸν ἄνθρωπο νὰ πλησιάσει τὸ δένδρο τῆς ζωῆς καὶ νὰ γευθεῖ τὸν καρπό του, νὰ κερδίσει δηλαδὴ τὴ χαμένη ἀθανασία. Ὡς ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν, ἀξιωνόμαστε κι ἐμεῖς νὰ γίνουμε μέτοχοι τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐκδιωχθήκαμε διὰ τῆς παρακοῆς τῶν Πρωτοπλάστων Ἀδὰμ καὶ Εὔας. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ ὁ χαρακτήρας τῆς ἀϊδιότητός Του λαμβάνει τὴ μορφὴ δούλου, ἀφοῦ προῆλθε ἀπὸ Μητέρα ἀπειρόγαμη (= ποὺ δὲν εἶχε ἐμπειρία γάμου, ποὺ δὲν παντρεύτηκε), χωρὶς νὰ ὑποστεῖ ὁποιαδήποτε τροπή. Καὶ τοῦτο, γιατὶ παρέμεινε αὐτὸ ποὺ ἦταν, Θεὸς ἀληθινὸς δηλαδή, ἐνῶ παραλλήλως προσέλαβε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν, τὴν ἀνθρωπίνη δηλαδὴ φύση, καὶ ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ ἄκρα ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης, στὸ Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔγινε, ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, “ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καὶ ἀχωρίστως” (Ὅρος Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Ὁ σκοπὸς τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν, ὅπως ἀναφέραμε καὶ πιὸ πάνω, ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία ἐπετεύχθη μὲ τὴ θεραπεία τῶν συνεπειῶν τῆς Πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων, ἤτοι τῆς φθορᾶς, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁμολογοῦμε κάθε φορὰ ποὺ ἀπαγγέλλουμε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, κατῆλθε ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ ἐσαρκώθη “ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου” “δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν. Τὴν ἀλήθεια αὐτή, τὴ διατυπώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὡς ἑξῆς: “ἡ ἡμῶν αἰτία ἐκείνῳ γέγονε πρόφασις τῆς καθόδου, καὶ ἡ ἡμῶν παράβασις τοῦ Λόγου τὴν φιλανθρωπίαν ἐξεκαλέσατο, ὥστε καὶ εἰς ἡμᾶς φθάσαι καὶ φανῆναι τὸν Κύριον ἐν ἀνθρώποις. τῆς γὰρ ἐκείνου ἐνσωματώσεως ἡμεῖς γεγόναμεν ὑπόθεσις, καὶ διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν ἐφιλανθρωπεύσατο καὶ ἐν ἀνθρωπίνῳ γενέσθαι καὶ φανῆναι σώματι” (Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 4). Ἡ δική μας αἰτία ἔγινε ἀφορμὴ σ’ Ἐκεῖνον γιὰ νὰ κατέλθει ἐξ οὐρανῶν καὶ ἡ δική μας παράβαση κάλεσε σὲ βοήθεια τὴ φιλανθρωπία τοῦ Λόγου, ὥστε νὰ ἔλθει κοντά μας καὶ νὰ ἐμφανιστεῖ ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ χάριν ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων ἐσαρκώθη Ἐκεῖνος καὶ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία ἐνήργησε μὲ φιλανθρωπία καὶ κατεδέχθη νὰ ἐμφανιστεῖ μὲ ἀνθρώπινο σῶμα.
Νὰ ὁλοκληρώσουμε αὐτὴ τὴ σύντομη περιδιάβασή μας στὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων μὲ τὸ τέταρτο καὶ τελευταῖο Στιχηρὸν Ἰδιόμελον τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, τὸ ὁποῖο θὰ παραθέσουμε χωρὶς ἄλλο σχολιασμό. Στὸ τροπάριο αὐτὸ ὁ ποιητὴς (Ἀνατόλιος) μᾶς παρουσιάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὸ κάθε κτίσμα, τὸ κάθε δημιούργημα ἐκφράζει τὴν εὐχαριστία του πρὸς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ:
“Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς; ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει· οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον· οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα· οἱ Μάγοι τὰ δῶρα· οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα· ἡ γῆ τὸ σπήλαιον· ἡ ἔρημος τὴν φάτνην· ἡμεὶς δὲ Μητέρα Παρθένον …”.
Τί μποροῦμε νὰ σοῦ προσφέρουμε, Χριστέ μας, ποὺ καταδέχθηκες νὰ κατεβεῖς πάνω στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία; Κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ κτίσματα, τὰ ὁποῖα Ἐσὺ δημιούργησες, σοῦ προσφέρει τὴ δική του εὐχαριστία. Οἱ Ἄγγελοι σοῦ προσφέρουν τὸν ὕμνο “Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία” (Λουκ. β’ 14). Οἱ οὐρανοὶ σοῦ προσφέρουν τὸ παράδοξο ἀστέρι, ποὺ καθοδήγησε τοὺς ἐξ Ἀνατολῶν Μάγους μέχρι τὴ Βηθλεέμ, γιὰ νὰ σταθεῖ τελικὰ πάνω ἀπὸ τὸν τόπο ὅπου βρισκόταν ὁ νεογέννητος Ἰησοῦς. Οἱ τρεῖς σοφοὶ Μάγοι, ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ μακρινὴ Ἀνατολή, σοῦ προσφέρουν τὰ εὐλαβικά τους δῶρα: χρυσό, λιβάνι καὶ σμύρνα. Οἱ ταπεινοὶ βοσκοί, ποὺ ἦσαν στὴν ὕπαιθρο τὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως φυλάγοντας βάρδιες γιὰ τὸ κοπάδι τους, σοῦ προσφέρουν τὸ θαῦμα τῆς ἐμφανίσεως σ’ αὐτοὺς τοῦ Ἀγγέλου ποὺ τοὺς ἀνεκοίνωσε “ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτὴρ” (Λουκ. β’ 11) καὶ τὸ θαῦμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου ποὺ τοὺς περιέλαμψε (Λουκ. β’ 9), ἀλλὰ καὶ τὸν θαυμασμὸ ποὺ τοὺς προκάλεσε ἡ προσκύνηση τοῦ θείου βρέφους, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν “δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον” (Λουκ. β’ 20). Ἡ Γῆ σοῦ προσφέρει τὸ Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, μέσα στὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ Γέννησή Σου καὶ τὸ ὁποῖο ἔκτοτε ἀποτελεῖ κορυφαῖο προσκύνημα γιὰ τοὺς ὅπου γῆς Χριστιανοὺς μαζὶ μὲ τὸν Πανάγιο Τάφο Σου. Ἡ ἔρημος τῆς Ἰουδαίας σοῦ προσφέρει τὴ φάτνη, μέσα στὴν ὁποία ἡ Παρθένος Μαρία σὲ τοποθέτησε ἀμέσως μετὰ τὴ Γέννησή Σου, ἀφοῦ πρώτα σὲ ἐσπαργάνωσε (Λουκ. β’ 7). Ἐμεῖς δὲ οἱ ἄνθρωποι τί ἔχουμε νὰ σοῦ προσφέρουμε; Μητέρα Παρθένο, τὴν Παρθένο Μαρία ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γίνει ἡ κατὰ σάρκα μητέρα Σου. Σοῦ προσφέρουμε ὅ,τι καλύτερο, ὅ,τι ἁγιώτερο, ὅ,τι καθαρώτερο ἀνέδειξε τὸ ἀνθρώπινο γένος, τὴν Παρθένο Μαρία, ἡ ὁποία ἀξιώθηκε νὰ καταστεῖ ἡ ὄντως Παναγία, ἡ ὄντως μετὰ Θεὸν θεός, ἡ “τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ”.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου “Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικό Ἔντυπο”, τεῦχος 32 (2015), σ. 200-206)