π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
“Ἀκατάληπτόν ἐστι τὸ τελούμενον ἐν σοί,
καὶ Ἀγγέλοις καὶ βροτοῖς, Μητροπάρθενε ἁγνὴ”
Πρωτοπρ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Στὶς 2 Φεβρουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴ Δεσποτικοθεομητορικὴ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου. Τὸ ἱστορικὸ ὑπόβαθρο τῆς ἑορτῆς αὐτῆς καταγράφεται στὶς σελίδες τοῦ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου (β’ 22-40). Πρόκειται γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς προσφορᾶς τοῦ βρέφους Ἰησοῦ στὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴ Γέννησή Του, ὅπως ὅριζε ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ συγκεκριμένη ἡμερομηνία ἐπελέγη, ὡς ἐκ τούτου, γιατὶ εἶναι ἡ τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν 25η Δεκεμβρίου, τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν κατὰ σάρκα Γεννήση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ἡ λέξη “ὑπαπαντὴ” προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑπαντάω, ποὺ σημαίνει συναντῶ κάποιον, ἔρχομαι ἢ πηγαίνω σὲ συνάντηση κάποιου. Ἡ περὶ ἧς ὁ λόγος ἑορτή, λοιπόν, ὀνομάστηκε Ὑπαπαντή, γιατὶ στὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων ὑποδέχθηκε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς σαράντα ἡμερῶν βρέφος ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος, ὁ ὁποῖος τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του καὶ διεκήρυξε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Σωτήρας τοῦ κόσμου καὶ ἄρα ὁ σεσαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως ὅλες οἱ Δεσποτικὲς καὶ Θεομητορικὲς ἑορτὲς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔτσι καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἔχει πλούσια ὑμνογραφία, στὴν ὁποία εἶναι ἐμφανὴς ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν πλούσια αὐτὴ ὑμνογραφία, ἰδιαίτερα ἀγαπητὰ στοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς εἶναι τὰ Μεγαλυνάρια τῆς Θ’ ᾨδῆς τοῦ Κανόνος τῆς ἑορτῆς, τὰ ὁποῖα ψάλλονται σὲ τρίτο ἦχο. Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ Μεγαλυνάρια θὰ σχολιάσουμε στὴ συνέχεια.
“Ἀκατάληπτόν ἐστι τὸ τελούμενον ἐν σοί, καὶ Ἀγγέλοις καὶ βροτοῖς, Μητροπάρθενε ἁγνή”. Αὐτὸ ποὺ συντελεῖται σ’ ἐσένα, ἁγνὴ Μητροπάρθενε (μητέρα καὶ ταυτοχρόνως παρθένος) εἶναι ἀκατάληπτο τόσο στοὺς ἀγγέλους ὅσο καὶ στοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ ποιητὴς ἀναφέρεται στὸ μέγα μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Παρθένου Μαρίας. Αὐτὸ τὸ μέγα μυστήριο εἶναι “τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν”, τὸ ὁποῖον “νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ” (Κολ. α’ 26). Καὶ εἶναι παντελῶς ἀκατάληπτο ὄχι μόνο γιὰ μᾶς τοὺς πεπερασμένυς καὶ χοϊκοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους ποὺ εἶναι πνεύματα. Πῶς μπορεῖ κανεὶς ἀλήθεια νὰ κατανοήσει μὲ τὴ λογική του, πῶς ὁ ἴδιος ὁ ἀπειροτέλειος Θεὸς γίνεται πεπερασμένος ἄνθρωπος καὶ εἰσέρχεται στὰ δεδομένα τοῦ παρόντος ὑλικοῦ καὶ φθαρτοῦ κόσμου· πῶς ὁ ἄναρχος κατὰ τὴν θεότητα καταδέχεται νὰ ἔχει χρονικὴ ἀρχὴ κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· πῶς ὁ πανταχοῦ παρών, ὁ “ἀχώρητος παντί”, καταδέχεται νὰ χωρέσει στὴ γαστέρα μιᾶς γυναίκας· πῶς ὁ ῍Ων καταδέχεται νὰ γίνει “ὃ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς”; Κι’ ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ πάψει νὰ εἶναι Θεὸς ἀληθινός, χωρὶς νὰ πάψει νὰ εἶναι ὁ προαιώνιος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Τὸ δόγμα περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ χριστολογικό, ὅπως ὀνομάζεται, δόγμα, εἶναι τὸ βασικότερο δόγμα τῆς πίστεώς μας μαζὶ μὲ τὸ τριαδικὸ δόγμα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σεσαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλειος Θεός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ταυτοχρόνως τέλειος ἄνθρωπος, ὁμοούσιος μὲ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ δύο φύσεις Του (θεία καὶ ἀνθρωπίνη) εἶναι πλήρεις καὶ ἀκέραιες καὶ ἡ ἕνωσή τους σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν συνιστᾶ μείωση τῆς πληρότητος καὶ τῆς ἀκεραιότητός τους, οὔτε ὁδηγεῖ σὲ μιὰ τρίτη σύνθετη φύση. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ὁμιλεῖ ὄχι μόνο γιὰ δύο φύσεις, ἀλλὰ καὶ γιὰ δύο φυσικὰ θελήματα, καθὼς καὶ γιὰ δύο φυσικὲς ἐνέργειες, ἐνῶ κατεδίκασε ὡς αἱρέσεις τόσο τὸν Μονοφυσιτισμό, ὅσο καὶ τὸν Μονοθελητισμὸ καὶ τὸν Μονοενεργητισμό.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ ἐν προκειμένῳ νὰ τονιστεῖ, ὅτι ἡ Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι πραγματικὴ καὶ ὄχι φανταστική, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ σεσαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς περνᾶ ἀπὸ ὅλα τὰ στάδια τῆς βιολογικῆς ἀναπτύξεως ἑνὸς ἀνθρώπου. Κυοφορεῖται ὡς ἔμβρυο γιὰ ἐννέα ὁλόκληρους μῆνες στὰ σπλάχνα τῆς Παρθένου Μαρίας, γεννᾶται ὡς βρέφος, σπαργανώνεται, θηλάζει ἀπὸ τοὺς μαστοὺς τῆς μητέρας Του καὶ μεγαλώνει σταδιακά, ὅπως μεγαλώνει κάθε ἄνθρωπος μέχρι νὰ φθάσει στὴν ἐνηλικίωση. “Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις” (Λουκ. β’ 52)· ὁ Ἰησοῦς μεγάλωνε καὶ πρόκοβε στὴ σοφία, καὶ ἡ χάρη ποὺ εἶχε εὐαρεστοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Παράλληλα ὑποτάσσεται μὲ ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ μὲ ἄκρα ταπείνωση στὶς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Καταδέχεται τὴ σαρκικὴ περιτομὴ κατὰ τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴ Γέννησή Του καὶ ὁδηγεῖται στὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴ Γέννησή Του, γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ γιὰ νὰ προσφερθεῖ ἡ καθορισμένη ἀπὸ τὸν Νόμο θυσία.
“Ἀγκαλίζεται χερσίν, ὁ Πρεσβύτης Συμεών, τὸν τοῦ νόμου Ποιητὴν καὶ Δεσπότην τοῦ παντός”. Ὁ ὑπέργηρος Συμεὼν παίρνει στὴν ἀγκαλιά του Αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ δημιουργὸς τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ὁ Κύριος τοῦ σύμπαντος.
Ὁ Δίκαιος Συμεὼν ἦταν μιὰ μεγάλη προσωπικότητα, ποὺ ἔζησε στὸ μεταίχμιο μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος “δίκαιος καὶ εὐλαβὴς” (Λουκ. β’ 25), ὁ ὁποῖος εἶχε τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μάλιστα ἔλαβε τὴν πληροφορία καὶ τὴ διαβεβαίωση, ὅτι δὲν θὰ πεθάνει προτοῦ δεῖ τὸν “Χριστὸν Κυρίου”. “Ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου” (Λουκ. β’ 26). Οἱ σελίδες τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν μᾶς δίδουν περισσότερες πληροφορίες γι’ αὐτὴν τὴ μεγάλη προσωπικότητα. Τὸ κενὸ αὐτὸ ἔρχεται νὰ συμπληρώσει ἡ προφορικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καταγράφοντας διάφορες λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Δικαίου Συμεών. Ἡ οὐσία ὅμως ἑστιάζεται σ’ αὐτὰ τὰ λίγα ποὺ τόσο λιτὰ καὶ τόσο ἁπλὰ μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ Εὐαγγέλιό του.
Εὑρισκόμενος στὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ἀναμένοντας γιὰ χρόνια τὴ μεγάλη εὐλογία ποὺ ὁ Πανάγαθος Θεὸς τοῦ ὑπεσχέθη, ὁ Δίκαιος Συμεὼν ἀξιώνεται νὰ ὑποδεχθεῖ τὴν Παρθένο Μαρία μαζὶ μὲ τὸ βρέφος Ἰησοῦ καὶ νὰ πάρει στὴν ἀγκαλιά του Αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ Κύριος τοῦ σύμπαντος κόσμου, Αὐτὸν ποὺ ἔδωσε στὸν Μωϋσῆ τὸν Νόμο μὲ ὅλες του τὶς τελετουργικὲς καὶ λοιπὲς διατάξεις. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν διατάξεων ἦταν καὶ τὸ ὅτι “πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Θεῷ κληθήσεται” (Λουκ. β’ 23)· ἂν τὸ πρῶτο δηλαδὴ παιδὶ ποὺ φέρνει στὸν κόσμο μιὰ γυναίκα εἶναι ἀγόρι, πρέπει νὰ θεωρεῖται ἀφιερωμένο στὸν Κύριο. Γράφει σχετικὰ τὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου: “Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωϋσῆν λέγων· ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους· ἐμοί ἐστιν” (᾽Εξ. ιγ’ 1-2).
“Βουληθεὶς ὁ Πλαστουργός, ἵνα σώσῃ τὸν Ἀδάμ, μήτραν ᾤκησε τὴν σὴν τῆς Παρθένου καὶ ἁγνῆς”. Θέλοντας ὁ Δημιουργὸς Θεὸς νὰ σώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἐνοίκησε στὴ δική σου μήτρα τῆς Παρθένου καὶ ἁγνῆς.
Σκοπὸς τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ Ἀδάμ, ἡ σωτηρία δηλαδὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Θὰ μποροῦσε ἐν προκειμένῳ νὰ διερωτηθεῖ κανείς: Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος νὰ σώσει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο; Ἦταν ἀνάγκη νὰ ὑποστεῖ αὐτὴ τὴν ὑπέρτατη κένωση καὶ νὰ λάβει τὴ μορφὴ δούλου; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ξεκάθαρη. Ἀσφαλῶς καὶ μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο μὲ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους, ἀκόμη καὶ μὲ ἕνα Του πρόσταγμα μονάχα. Αὐτὸς ποὺ εἶπε “γενηθήτω φῶς, καὶ ἐγένετο φῶς” (Γεν. α’ 3), Αὐτὸς ποὺ μὲ ἕνα Του πρόσταγμα δημιούργησε ὁλόκληρο τὸ σύμπαν, δὲν μποροῦσε μὲ ἕνα Του πρόσταγμα νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο; Ὅμως τὸ ζητούμενο δὲν ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνο νὰ σωθεῖ (ἀναγκαστικὰ) ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ δυνατότητα νὰ ἀκολουθήσει μὲ τὴ θέληση του, νὰ ἀκολουθήσει ἐλεύθερα τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Μιὰ καταναγκαστικὴ σωτηρία, ποὺ θὰ καταργοῦσε τὴν ἐλευθερία μας, μιὰ σωτηρία ποὺ θὰ μᾶς ἐπεβάλλετο χωρὶς τὴ δική μας συγκατάθεση, δὲν θὰ ἦταν σωτηρία· θὰ ἦταν μᾶλλον κόλαση.
“Ἐπιβλέπεις πρὸς τὴν γῆν καὶ ποιεῖς τρέμειν αὐτήν, καὶ πῶς γέρων κεκμηκὼς σὲ κατέχει ἐν χερσί;” Κοιτάζεις πρὸς τὴ γῆ καὶ τὴν κάνεις νὰ τρέμει. Πῶς λοιπὸν ἕνας ὑπερήλικας γέροντας σὲ κρατᾶ στὰ χέρια του;
Τίθεται καὶ πάλιν ἐνώπιόν μας τὸ μέγα μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θεανθρωπίνη ὑπόστασή Του, τὸ θεανθρώπινο πρόσωπό Του. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος κόσμου, αὐτὸς καὶ κυβερνᾶ καὶ διακρατεῖ τὰ σύμπαντα, αὐτὸς ποὺ μὲ ἕνα Του νεῦμα μπορεῖ νὰ κάμει τὴ Γῆ ὁλόκληρη νὰ τρέμει συθέμελα, βρίσκεται ὡς βρέφος στὰ χέρια ἑνὸς ὑπερήλικα γέροντα. Πρόκειται γιὰ μιὰ παραδοξότητα, ποὺ συμβαίνει γιατὶ ὁ Θεός, κινούμενος ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη πρὸς τὸ πλάσμα του, θέλει νὰ σώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν πτώση του, ἀπὸ τὴ φθορά, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο.
“Ζήσας ἔτη Συμεών, ἕως εἶδε τὸν Χριστόν, καὶ ἐβόα πρὸς αὐτόν· Νῦν ἀπόλυσιν ζητῶ”. Ἀφοῦ ἔζησε πολλὰ χρόνια ὁ Συμεών, μέχρι ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Χριστό, φώναζε πρὸς Αὐτόν· τώρα ζητῶ νὰ μ’ ἀφήσεις, Κύριε, νὰ πεθάνω.
Ἀφοῦ ἀξιώθηκε ὁ Ἅγιος Συμεὼν νὰ δεῖ μὲ τὰ μάτια του αὐτὸ τὸ Πρόσωπο ποὺ γιὰ χρόνια ὁλόκληρα ὑπομονετικὰ περίμενε νὰ δεῖ, νὰ δεῖ δηλαδὴ “τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ, ὃ ἡτοίμασε κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν” (Λουκ. β’ 30-31), τὸν Σωτήρα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ ὅλους τοὺς λαούς, δὲν ἔχει πλέον κανένα λόγο νὰ ζεῖ ἐπὶ τῆς γῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπευθύνει πρὸς τὸν Πανάγαθο Θεὸ ἐκεῖνο τὸ συγκλονιστικὸ “Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ” (Λουκ. β’ 29)· τώρα μπορεῖς, Κύριε, ν’ ἀφήσεις τὸν δοῦλο σου νὰ πεθάνει εἰρηνικά. Ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας εἶναι πλέον ἀνοικτὸς καὶ ὁ Ἅγιος Συμεὼν τὸν βλέπει μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια. Ὁ ἅδης θὰ χάσει πλέον τὴ δύναμή του καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχε ἐπὶ τῶν ἀπ’ αἰώνος κεκοιμημένων. Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια διαισθανόμενος ὁ Γέρων Συμεὼν εἶναι ἕτοιμος ν’ ἀναχωρήσει γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ χωρὶς νὰ φοβᾶται τὸν θάνατο, ποὺ ἦταν μεγάλο φόβητρο γιὰ τοὺς πρὸ Χριστοῦ ἀνθρώπους. Ἀντιμετωπίζει τὸν θάνατο ὡς θύρα πρὸς τὴν αἰωνιότητα, ὅπως θὰ τὸν ἀντιμετωπίζουν ἀπὸ τοῦδε καὶ στὸ ἑξῆς οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοί, οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
“Θεοτόκε ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν Χριστιανῶν, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τοὺς ἐλπίζοντας εἰς σέ”. Θεοτόκε, σὺ ποὺ εἶσαι ἡ ἐλπίδα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, νὰ σκεπάζεις, νὰ φρουρεῖς καὶ νὰ φυλάττεις ὅλους ὅσοι ἐλπίζουν σ’ ἐσένα.
Ἡ Θ’ ᾨδὴ τῶν Κανόνων εἶναι πάντοτε ἀφιερωμένη στὴν Παρθένο Μαρία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ θαυμάσια αὐτὰ Μεγαλυνάρια τῆς Θ’ ᾨδῆς τοῦ Κανόνος τῆς Ὑπαπαντῆς ἀπευθύνονται πρὸς αὐτήν. Τὸ τελευταῖο Μεγαλυνάριο, γνωστὸ καὶ ἀγαπητὸ σὲ κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανό, μᾶς ὑπενθυμίζει μὲ τὸν πιὸ ὄμορφο τρόπο μιὰ μεγάλη ἀλήθεια: ἡ ἐλπίδα ὅλων ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Καὶ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας, γιατὶ αὐτὴ ἀξιώθηκε ἀπὸ ὅλες τὶς γυναίκες ποὺ ἔζησαν στὴν πορεία τῆς Ἱστορίας νὰ φέρει στὸν κόσμο τὸν Σωτήρα τοῦ κόσμου, γιατὶ χωρὶς αὐτὴν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ μέγα μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ Παναγίας μας εἶναι ἡ ἐπουράνια κλίμακα, διὰ τῆς ὁποίας κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ, ἀλλὰ ταυτοχρόνως καὶ ἡ γέφυρα, ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Σὲ ἐποχές, στὶς ὁποῖες ἡ ἀπελπισία φαίνεται νὰ κυριαρχεῖ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ νὰ μονοπωλεῖ τὴν ἐγκόσμια πραγματικότητα, ὅπως εἶναι καὶ ἡ δική μας ἐποχή, αὐτὴ ἡ φράση κι αὐτὴ ἡ ἐπίκληση δὲν πρέπει νὰ λείπει ἀπὸ τὸ στόμα κανενὸς Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ: “Θεοτόκε ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν Χριστιανῶν, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τοὺς ἐλπίζοντας εἰς σέ”.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου “Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικό Ἔντυπο”, τεῦχος 22 (2013), σ. 16-21)