π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: “Ω ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΣΤΟΝ ΞΥΛΟΝ, ΕΝ Ω ΕΤΑΘΗ ΧΡΙΣΤΟΣ”
«Ὦ τρισμακάριστον Ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστὸς»
Πρωτοπρ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος ἀρχίζει, ὅπως εἶναι γνωστό, τὴν 1η Σεπτεμβρίου. Καὶ ἡ ἔναρξη τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους κάθε χρόνο συνοδεύεται ἀπὸ δύο μεγάλες ἑορτές: τὴν ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἑορτάζεται στὶς 8 Σεπτεμβρίου, καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἑορτάζεται στὶς 14 Σεπτεμβρίου. Μάλιστα ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως κατὰ παράδοσιν “ἴσα φέρει τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ”, εἶναι τρόπον τινὰ μιὰ δεύτερη Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους. Εἶναι ἡμέρα λύπης καὶ πένθους γιὰ τὸν ἐπονείδιστο σταυρικὸ θάνατο τοῦ Θεανθρώπου, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἡμέρα αὐστηρῆς νηστείας, ἀλλὰ ταυτοχρόνως εἶναι καὶ ἡμέρα χαρᾶς καὶ πανηγύρεως, γιατὶ ὑψώνεται ὁ Τίμιος καὶ Ζωοποιὸς Σταυρός, τὸ σύμβολο τῆς νίκης, τοῦ θριάμβου καὶ τῆς δόξας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι, θὰ λέγαμε, ἡ ἑορτὴ τῆς “χαρμολύπης” τοῦ Σταυροῦ (Φουντούλης).
Ἰδιαίτερα γνωστὲς εἶναι σὲ ὅλους μας οἱ Καταβασίες τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ: “Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς”, οἱ ὁποῖες ψάλλονται ὄχι μόνο στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου κατὰ τὴν περίοδο πρὶν καὶ μετὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε Μυστήριο Βαπτίσεως. Στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ κάνουμε μιὰ διευκρίνιση: Ὅταν λέμε Καταβασίες ἐννοοῦμε τοὺς Εἱρμοὺς (τὰ πρῶτα δηλαδὴ τροπάρια κάθε ὠδῆς) τῶν Κανόνων τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν. Οἱ Καταβασίες ψάλλονται συνήθως μὲ μεγαλοπρέπεια στὸν Ὄρθρο ἀμέσως μετὰ τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας. Ὀνομάζονται δὲ ἔτσι, γιατὶ παλαιότερα οἱ δύο χοροὶ τῶν ἱεροψαλτῶν, ὅταν θὰ ἔψελναν τὶς Καταβασίες, κατέβαιναν ἀπὸ τὰ στασίδια τους, συνενώνονταν στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ καὶ ἔψελναν ὅλοι μαζί.
Ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἀποτελεῖ ποίημα τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Ὑμνογράφου, ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ, θὰ σχολιάσουμε σ᾿ αὐτό μας τὸ ἄρθρο τὸν Εἱρμὸ τῆς ε’ Ὠδῆς, στὸν ὁποῖο ψάλλουμε:
“Ὦ τρισμακάριστον Ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος· δι᾿ οὗ πέπτωκεν ὁ ξύλῳ ἀπατήσας, τῷ ἐν σοὶ δελεασθείς, Θεῷ τῷ προσπαγέντι σαρκί, τῷ παρέχοντι τὴν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν”.
Δηλαδή: Ὦ τρισμακάριστο Ξύλο, πάνω στὸ ὁποῖο ἅπλωσε τὸ σῶμα Του (σταυρώθηκε) ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος. Δι᾿ αὐτοῦ τοῦ Ξύλου ἔπεσε (ἡττήθηκε) ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ἐπίσης διὰ τοῦ ξύλου (τοῦ δέντρου δηλαδὴ τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ στὴν Ἐδὲμ) ἐξαπάτησε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα (πείθοντάς τους νὰ φᾶν ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένο καρπό). Ἡττήθηκε δὲ ὁ διάβολος, ἀφοῦ δελεάστηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ καρφώθηκε ἐπάνω σου κατὰ τὴν σάρκα Του (τὴν ἀνθρωπίνη φύση Του) καὶ ὁ ὁποῖος παρέχει εἰρήνη στὶς καρδιές μας.
Ὁ διάβολος, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ αἰτία τῆς μεγάλης τραγωδίας τῆς ἀνθρωπότητος. Κατάφερε νὰ παραπλανήσει τοὺς Πρωτοπλάστους Ἀδὰμ καὶ Εὔα καὶ νὰ τοὺς σπρώξει στὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, πείθοντάς τους ὅτι μποροῦσαν δῆθεν νὰ γίνουν θεοὶ χωρὶς τὴ χάρη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἰσέλθει στὴ ζωή τους καὶ στὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἡ φθορά, ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος. Ἔκτοτε, μετὰ τὴν Πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, δὲν ὑπῆρχε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καμιὰ ἀπολύτως δυνατότητα σωτηρίας. Κανένας ἄνθρωπος, ὅσο δίκαιος κι ἂν ἦταν, δὲν μποροῦσε νὰ λυτρώσει τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ αὐτὴ τὴν τραγωδία τῆς Πτώσεως. Μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ προσφέρει λύτρωση καὶ σωτηρία.
Κι αὐτὸ ἐπετεύχθη μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ ἀπείρου Θεοῦ μέσα στὰ πεπερασμένα δεδομένα τῆς ἀνθρωπίνης Ἱστορίας, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός. Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καταδέχθηκε νὰ σαρκωθεῖ, νὰ γίνει ἄνθρωπος ὁμοούσιος μ᾿ ἐμᾶς καὶ νὰ ζήσει ἀνάμεσά μας ὡς ἕνας ἐξ ἡμῶν. Καταδέχθηκε ἀκόμη ὁ ἀπόλυτα ἀναμάρτητος νὰ πεθάνει γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες καὶ μάλιστα μὲ τὸν πλέον ἐπονείδιστο τρόπο θανάτου, μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο. Πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ βεβαίως ἁπλώθηκε καὶ πέθανε τὸ ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ Θεανθρώπου, ὄχι ἡ θεότητά του, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαθής. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκαν στὸ πρόσωπό Του ἡ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση. Ἡ θεία φύση εἶναι ἀπαθὴς καὶ ἀθάνατη, ἡ ἀνθρωπίνη φύση εἶναι παθητὴ καὶ θνητή. Ἡ ἀνθρωπίνη φύση λοιπὸν ἦταν ἐκείνη ποὺ καρφώθηκε πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ.
Ὅμως τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ποὺ πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ δὲν ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνο τὸ σῶμα ἑνὸς δικαίου καὶ ἀθώου ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἦταν τὸ σῶμα τοῦ ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ σεσαρκωμένου Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ δὲν ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνο ἕνας δίκαιος καὶ ἀθῶος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς σεσαρκωμένος. Τόσο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα Του, ποὺ πέθανε πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ὅσο καὶ ἡ ἀνθρωπίνη ψυχή Του, ποὺ κατέβηκε μετὰ τὸν θάνατό Του στὸν Ἅδη, ἦταν ἑνωμένα μὲ τὴν θεότητα. Αὐτὸ ἀπετέλεσε τὴ μεγάλη πλάνη τοῦ πλάνου διαβόλου. Συνήργησε ὁδιάβολος νὰ σταυρωθεῖ καὶ νὰ πεθάνει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, νομίζοντας ὅτι ἔτσι κατέστρεφε ὁλοκληρωτικὰ τὸ ἔργο Του. Ὅμως τελικὰ συνειδητοποίησε ὅτι αὐτὸς ποὺ σταυρώθηκε καὶ πέθανε ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν θάνατό Του καὶ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἅδη, ἀλλὰ καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὴν τριήμερη ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του, συνέτριψε κυριολεκτικὰ ὅλη τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία του. “Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας”. Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸν σταυρικό Του θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του νίκησε τὸν θάνατο, νίκησε τὸν διάβολο, νίκησε τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν φθορά. Ἔκτοτε ὁ θάνατος δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ μετάβαση στὴν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴ δυνατότητα ἐν Χριστῷ νὰ νικήσει τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο καὶ νὰ ὑπερβεῖ τὴν φθορά.
Ἔτσι ὁ Τίμιος Σταυρὸς τοῦ Κυρίου κατέστη γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὄντως τρισμακάριστο Ξύλο. Δὲν εἶναι πλέον ἕνα φονικὸ ὄργανο, πάνω στὸ ὁποῖο πέθανε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλὰ εἶναι τὸ σύμβολο τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν θάνατο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο, εἶναι τὸ σύμβολο τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ μὲ τὸν θάνατό Του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ φθάνει στὸ ἀποκορύφωμα τῆς δόξας Του. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς φέρει συνεχῶς καὶ μὲ καμάρι πάνω στὸ στῆθος του τὸν σταυρό, ὡς μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς του ἰδιότητος, ἐνῶ χαράσσει μὲ εὐλάβεια ἐπὶ τοῦ σώματός του σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Μὲ τὴ χάραξη δὲ τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ διὰ τῆς χειρὸς τοῦ ἐπισκόπου ἢ τοῦ ἱερέως συντελοῦνται τὰ πάντα μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας: ἐπιτελοῦνται τὰ Ἱερὰ Μυστήρια, μεταδίδεται ἡ θεία χάρις, εὐλογοῦνται καὶ ἁγιάζονται τὰ πάντα. Ὁ Τίμιος Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ στήριγμα τῶν πιστῶν, “ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας”, “ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης”.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου “Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικό Ἔντυπο”, τεῦχος 4 (2008), σ. 200-201)