π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
“῍Ω ποία ὥρα τότε καὶ ἡμέρα φοβερά,
ὅταν καθίσῃ ὁ Κριτὴς ἐπὶ θρόνου φοβεροῦ!”
Πρωτοπρ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Oἱ τέσσερεις πρῶτες Κυριακὲς καὶ οἱ τρεῖς πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Τριωδίου ἔχουν χαρακτήρα προπαρασκευαστικὸ γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τόσο ὡς πρὸς τὶς ρυθμίσεις σχετικὰ μὲ τὸ φαγητὸ (κατάλυση εἰς πάντα κατὰ τὴν πρώτη ἑβδομάδα καὶ κατάλυση εἰς πάντα πλὴν κρέατος κατὰ τὴν τρίτη ἑβδομάδα τῆς Τυρινῆς) ὅσο καὶ μὲ τὴ θεματολογία τους, ποὺ συνδέεται κατὰ βάσιν μὲ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς κάθε Κυριακῆς. Κατὰ τὴν πρώτη Κυριακή, τοιουτοτρόπως, κυριαρχεῖ ἡ ἔννοια τῆς ταπεινώσεως στὸ πρόσωπο τοῦ τελώνη τῆς γνωστῆς Παραβολῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Κατὰ τὴ δεύτερη Κυριακὴ κυριαρχεῖ τὸ θέμα τῆς μετανοίας στὸ πρόσωπο τοῦ ἀσώτου υἱοῦ τῆς ἐπίσης γνωστῆς Παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔννοια τῆς ἄπειρης ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν πεπτωκότα καὶ ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μᾶς ὑπενθυμίσει κατὰ τὶς δύο πρῶτες Κυριακὲς τοῦ Τριωδίου ὅτι ὅλος ὁ πνευματικός μας ἀγώνας (τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ποὺ θ’ ἀρχίσει σὲ λίγες μέρες, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρης τῆς ζωῆς μας) πρέπει νὰ θεμελιωθεῖ πάνω στὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ στὴν ἀποφυγὴ τοῦ ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς ἀλαζονείας, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἁμαρτία ἡ ὁποία νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο στὴν ἀγάπη τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, ὅταν ὑπάρξει ἀληθινὴ μετάνοια ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, ἔρχεται τὴν τρίτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει τὴ φοβερὴ καὶ ἀδέκαστη Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τὴ δίκαιη τελικὴ κρίση, ὥστε νὰ μὴν ἐπαναπαυθοῦμε στὴ βεβαιότητα τῆς ἄπειρης ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ καὶ μείνουμε προσκολλημένοι καὶ ἀμετανόητοι στὴν ἄσωτη καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή μας.
Τὸ Συναξάριον τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω εἶναι σαφέστατο ὡς πρὸς τοῦτο: “Ταύτην (τὴν μνείαν δηλ. τῆς δευτέρας καὶ ἀδεκάστου Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ) οἱ θειότατοι Πατέρες, μετὰ τὰς δύο παραβολὰς ἔθεντο, ὡς ἂν μήτις τὴν ἐν ἐκείναις τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν μανθάνων, ἀμελῶς διάγῃ λέγων· Φιλάνθρωπός ἐστιν ὁ Θεός, καὶ ὅταν τῆς ἁμαρτίας ἀναχωρήσω, ἑτοίμως ἔχω τὸ πᾶν ἀνύσαι. Ταύτην τὴν φοβερὰν ἡμέραν ἐνταῦθα κατέταξαν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς προσδοκίας τῶν ἐσομένων δεινῶν, φοβήσαντες τοὺς ἀμελῶς διακειμένους, πρὸς ἀρετὴν ἐπαναγάγωσι, μὴ θαρροῦντας εἰς τὸ φιλάνθρωπον μόνον, ἀλλ’ ἀφορᾷν ὅτι καὶ δίκαιός ἐστι Κριτής, καὶ ἀποδώσῃ ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ”. Ἡ Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω ἀποτελεῖ ἕνα ἐγερτήριο σάλπισμα γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε σὲ πνευματικὴ ἀμέλεια καὶ ραθυμία, μιὰ δραματικὴ ὑπενθύμιση ὅτι πρέπει νὰ ἐντατικοποιήσουμε τὸν πνευματικό μας ἀγώνα, τὸν ἀγώνα τῆς καταπολεμήσεως τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, τὸν ἀγώνα τῆς καλλιεργείας τῶν κατὰ Χριστὸν ἀρετῶν. Ὁ Θεὸς εἶναι μὲν φιλάνθρωπος, εἶναι ὅμως καὶ δίκαιος Κριτής.
Ὅταν ἀπαγγέλλουμε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, λέμε στὸ τελευταῖο ἄρθρο του: “προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος”. Λέμε, ἐπίσης, στὸ ἕβδομο ἄρθρο του, ἀναφερόμενοι στὸν σαρκωθέντα Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ὅτι θὰ ἔλθει καὶ πάλιν “μετὰ δόξης, κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς”. Ἡ βεβαιότητα γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, τὴ γενικὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὴν τελικὴ κρίση καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ ἀποτελεῖ βασικὸ ἄρθρο τῆς πίστεώς μας. Χωρὶς αὐτὴν τὴ βεβαιότητα δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ Ὀρθόδοξος Χριστιανός. “Εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται. Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν” (Α’ Κορ. ιε’ 16-17). Ἂν οἱ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνονται, τότε οὔτε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει ἀναστηθεῖ. Κι ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀναστηθεῖ, τότε ἡ πίστη ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν εἶναι μάταιη, ἄνευ περιεχομένου. Τότε ζοῦμε ἀκόμη μέσα στὶς ἁμαρτίες μας, χωρὶς καμιὰ δυνατότητα σωτηρίας.
Θὰ ἦταν πολὺ “βολικὸ” γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ διάθεση πνευματικοῦ ἀγώνα, ἂν ὁ βιολογικὸς θάνατος (ὁ χωρισμὸς ψυχῆς καὶ σώματος) ἦταν τὸ τέλος τῆς ὑπάρξεώς του. Γιατὶ θὰ μποροῦσε, τότε, νὰ ζεῖ χωρὶς καμιὰ ἀναστολή, χωρὶς κανένα φραγμό, “ἀπολαμβάνοντας” τὰ ἀγαθὰ τῆς παρούσης ζωῆς. “Εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν” (Α’ Κορ. ιε’ 32). Ἂν δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση νεκρῶν καὶ τελικὴ κρίση, τότε τὸ νόημα τῆς ζωῆς μας εἶναι τὸ φαγητό, τὸ πιοτό, ἡ διασκέδαση. Δυστυχῶς, ὅμως, γιὰ τὸν πνευματικὰ ἀδιάφορο ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ὁ βιολογικὸς θάνατος δὲν εἶναι τὸ τέλος, ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης ζωῆς. Κι αὐτὴ ἡ ἄλλη ζωὴ εἶναι αἰώνια, χωρὶς τέλος. Ἡ ὄντως ζωὴ δὲν εἶναι ἡ παροῦσα σύντομη καὶ πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ ἡ μετὰ τὸν θάνατο αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη ζωή. Καὶ τὸ σημαντικότερο: ἡ πορεία μας στὴν αἰωνιότητα θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους· θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπόλυτα ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ζήσαμε ἐπὶ τῆς γῆς, ἀφοῦ ὁ δικαιοκρίτης Θεὸς “ἀποδώσῃ ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ”.
Ὁ ἄνθρωπος, εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι, εἶναι “καταδικασμένος” νὰ μείνει ἀθάνατος. Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος (Πόποβιτς) ὁ ἐν Σερβίᾳ διετύπωσε αὐτὴν τὴν ἀλήθεια μὲ τὸν πλέον δραματικὸ τρόπο: “Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τὸν Θεὸν εἰς θάνατον· ὁ Θεὸς ὅμως διὰ τῆς ἀναστάσεώς Του «καταδικάζει» τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἀθανασίαν ... Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νὰ καταστήσουν τὸν Θεὸν θνητόν, ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς διὰ τῆς ἀναστάσεώς Του κατέστησε τοὺς ἀνθρώπους ἀθανάτους”. “Χωρὶς τὴν ἀνάστασιν δὲν ὑπάρχει οὔτε εἰς τὸν οὐρανὸν οὔτε ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τίποτε πιὸ παράλογον ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν· οὔτε μεγαλυτέρα ἀπελπισία ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτήν, δίχως ἀθανασίαν. Δι᾿ αὐτὸ εἰς ὅλους τοὺς κόσμους δὲν ὑπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ὕπαρξις ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ δὲν πιστεύει εἰς τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν” Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σ. 40 καὶ 44).
Ἡ παροῦσα ζωὴ χωρὶς Θεό, ἡ παροῦσα ζωὴ χωρὶς Χριστό, ἡ παροῦσα ζωὴ χωρὶς πίστη στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ τὴν αἰωνιότητα εἶναι μιὰ φοβερὴ κόλαση. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀναζητεῖ τὸ νόημα τῆς ζωῆς σὲ ἐνδοκοσμικὰ δεδομένα (κατὰ κόσμον εὐτυχία, σωματικὴ ὑγεία, πλοῦτος, δόξα, δύναμη, καλοπέραση, βόλεμα κ.ο.κ.) εἶναι ἕνας ταλαίπωρος ἄνθρωπος, ἕνας ὄντως ἀξιολύπητος ἄνθρωπος. Μοιάζει μὲ κάποιον ποὺ ζεῖ ἑρμητικὰ κλεισμένος μέσα σ’ ἕνα σκοτεινὸ κλουβὶ καὶ νομίζει ὅτι ὅλος ὁ κόσμος, τὸ σύμπαν ὁλόκληρο εἶναι τὸ σκοτεινὸ κλουβί του· δὲν ἔχει καμιὰ ὑποψία γιὰ τὸ τί ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸν δικό του σκοτεινὸ κόσμο, ἔξω ἀπὸ τὸ κλουβὶ στὸ ὁποῖο εἶναι ἐγκλωβισμένος. “Εἰ δὲ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμὲν” (Α’ Κορ. ιε’ 19). Ἂν ἡ ἐν Χριστῷ ἐλπίδα μας περιορίζεται μόνο σ’ αὐτὴν τὴ ζωή, τότε εἴμαστε χωρὶς ἀμφιβολία οἱ πιὸ ἀξιοθρήνητοι, οἱ πιὸ ἐλεεινοὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς εὑρίσκεται ἔξω καὶ πέρα ἀπὸ τὰ δεδομένα τοῦ παρόντος κόσμου· εὑρίσκεται στὴ σχέση καὶ κοινωνία μας μὲ τὸν Πανάγαθο Τριαδικὸ Θεὸ, στὴ σχέση καὶ κοινωνία μας μὲ τὸν σαρκωθέντα Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό· εὑρίσκεται στὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας κοινωνίας μας μὲ τὴν ἄκτιστη χάρη Του στὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἡ παροῦσα ζωή, ὡς ἐκ τούτου, εἶναι γιὰ ὅλους μας στάδιον πνευματικοῦ ἀγῶνος, περίοδος ἐντατικῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό, ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι, ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς καλοῦν σὲ διαρκὴ ἐγρήγορση, σὲ διαρκὴ ἐπαγρύπνηση. Κανεὶς δὲν γνωρίζει πότε θὰ ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ βιολογικοῦ του θανάτου καὶ τῆς ἀναχωρήσεώς του ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ποὺ εἶναι καὶ ἡ ὥρα τῆς πρώτης κρίσεως γιὰ τὸν καθένα μας· κανεὶς δὲν γνωρίζει πότε θὰ ἔρθει ἡ φοβερὴ στιγμὴ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου καὶ τῆς τελικῆς κρίσεως. Πρέπει, λοιπόν, νὰ εἴμαστε συνεχῶς ἕτοιμοι, ὅπως ὁ στρατιώτης ποὺ εὑρίσκεται σὲ διαρκὴ ἐπιφυλακή. “Ἐπίστρεψον, στέναξον, ψυχὴ ἀθλία, πρὶν ἢ τοῦ βίου πέρας λάβῃ ἡ πανήγυρις, πρὶν τὴν θύραν κλείσῃ τοῦ νυμφῶνος ὁ Κύριος” (τροπάριον ἀπὸ τὴν τρίτη ᾠδὴ τοῦ Κανόνος τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω).
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω εἶναι ἡ περικοπὴ τῆς τελικῆς κρίσεως, ὅπως τὴν καταγράφει στὶς σελίδες τοῦ Εὐαγγελίου του ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος (κε’ 31-46). Ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ ὑμνογραφία τῆς ἡμέρας (Ἑσπερινὸς Σαββάτου, Ὄρθρος Κυριακῆς) ἀναφέρεται στὴ φοβερὴ ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου καὶ τῆς τελικῆς κρίσεως. Ὁ Κύριός μας θὰ ἔλθει κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία Του ὄχι πλέον ταπεινὰ καὶ ἐν σιωπῇ, ὅπως ἦλθε κατὰ τὴν πρώτη Του παρουσία ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ τὴν Ἐνανθρώπησή Του· θὰ ἔλθει αὐτὴν τὴ φορὰ ὡς Βασιλεὺς τῆς δόξης συνοδευόμενος ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους Του. Τότε θὰ καθίσει “ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ”, στὸν μεγαλοπρεπὴ θρόνο Του, καὶ θὰ μαζευτοῦν ἐνώπιόν Του ὅλα τὰ ἔθνη, γιὰ νὰ γίνει ἡ φοβερὴ καὶ δίκαιη τελικὴ κρίση. Ὁ δὲ διαχωρισμὸς τῶν δικαίων ἀπὸ τοὺς ἀδίκους θὰ εἶναι τόσο εὔκολος καὶ ἁπλός, ὅπως ἕνας βοσκὸς ξεχωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια (=κατσίκια).
Γιατί θὰ εἶναι εὔκολος καὶ ἁπλὸς ὁ διαχωρισμός; Γιατὶ τότε θὰ φανερωθοῦν ὅλα τὰ κρυπτὰ τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων, θὰ φανερωθεῖ ἡ πραγματικὴ πνευματικὴ κατάσταση κάθε ἀνθρώπου (ὁ βαθμὸς τῆς πνευματικῆς του καθαρότητος ἢ τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτωλότητός του). Τότε θὰ γίνουν ὅλα φανερά· τίποτε δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μείνει μυστικό· θὰ ἀνοιγοῦν βιβλία καὶ θὰ δημοσιευθοῦν ὅλα τα κρυπτά. “Βίβλοι ἀνοιγήσονται, φανερωθήσονται πράξεις ἀνθρώπων ἐπίπροσθεν τοῦ ἀστέκτου Βήματος”, ὅπως ἀναφέρει ἕνα στιχηρὸ προσόμοιον τοῦ Ἑσπερινοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι μας πρέπει νὰ παρακαλοῦμε τὸν Πανάγαθο Θεό: “Εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, εἰς τὸν τόπον ὃν διέθου, ὅταν καθίσῃς Ἐλεῆμον ποιῆσαι δικαίαν κρίσιν, μὴ δημοσιεύσῃς μου τὰ κεκρυμμένα, μηδὲ καταισχύνῃς με ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων” (Κάθισμα Ὄρθρου). Ὅταν καθίσεις, Ἐλεῆμον, στὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, στὸν τόπο τὸν ὁποῖον Ἐσὺ διάλεξες γιὰ νὰ κάνεις τὴ δίκαιη τελικὴ κρίση, μὴ δημοσιεύσεις τὰ κρυπτὰ τῆς καρδίας μου καὶ μὴν ἐπιτρέψεις νὰ ντροπιαστῶ ἐνώπιον τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων.
Ἀπὸ τοὺς ὄντως συγκλονιστικοὺς ὕμνους τῆς ἀκολουθίας τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω θὰ παραθέσουμε ἐνδεικτικὰ καὶ θὰ σχολιάσουμε ἐν συντομίᾳ τὸ δεύτερο ἰδιόμελον τῶν Αἴνων, τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς ἑξῆς:
“῍Ω ποία ὥρα τότε καὶ ἡμέρα φοβερά, ὅταν καθίσῃ ὁ Κριτὴς ἐπὶ θρόνου φοβεροῦ! Βίβλοι ἀνοίγονται, καὶ πράξεις ἐλέγχονται, καὶ τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους δημοσιεύονται. Ἄγγελοι περιτρέχουσιν, ἐπισυνάγοντες πάντα τὰ ἔθνη. Δεῦτε ἀκούσατε βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι, ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, πλούσιοι καὶ πένητες, ὅτι ἔρχεται Κριτής, ὁ μέλλων κρῖναι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην· καὶ τίς ὑποστήσεται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, ὅταν Ἄγγελοι παρίστανται, ἐλέγχοντες τὰς πράξεις, τὰς διανοίας, τὰς ἐνθυμήσεις, τὰ ἐν νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρᾳ; ὢ ποία ὥρα τότε! Ἀλλὰ πρὸ τοῦ φθᾶσαι τὸ τέλος, σπούδασον κράζουσα, ψυχή· Ὁ Θεός, ἐπίστρεψον, σῶσον με, ὡς μόνος εὔσπλαχνος”.
Πόσο φοβερὴ εἶναι πραγματικὰ ἡ ὥρα καὶ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς δίκαιος Κριτὴς πλέον θὰ καθίσει στὸν φοβερό Του θρόνο. Τότε θὰ ἀνοιγοῦν βιβλία, θὰ ἐλεγχθοῦν μὲ αὐστηρότητα ὅλες οἱ πράξεις τῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ δημοσιευθοῦν ὅλα τα κρυπτὰ τοῦ σκότους. Οἱ ἄνθρωποι κατὰ τὴν τελικὴ κρίση θὰ κριθοῦν βάσει τῶν ἔργων καὶ τῶν πράξεών τους σ’ αὐτὴν τὴ ζωή. Καὶ τὰ ἔργα καὶ οἱ πράξεις τους δὲν μποροῦν μὲ κανένα τρόπο νὰ ἀποκρυβοῦν· εἶναι σὰν βιβλία ἀνοιγμένα μπροστὰ στὸν δικαιοκρίτη Θεό. Ὁ παντογνώστης Θεὸς δὲν ἔχει, βεβαίως, ἀνάγκη ἀπὸ ὁποιαδήποτε βιβλία γιὰ νὰ γνωρίζει τὰ ἔργα καὶ τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Τὸ προφητικὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως (κ’ 12) καὶ ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀνθρωποπαθῶς ὁμιλοῦν γιὰ βιβλία, τὰ ὁποῖα θὰ ἀνοιγοῦν, γιὰ νὰ δείξουν τόσο τὴν ἀκρίβεια ὅσο καὶ τὴν αὐστηρότητα τῆς τελικῆς κρίσεως.
Ἡ γενικὴ ἀνάσταση καὶ ἡ τελικὴ κρίση ἀφορᾶ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔζησαν ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τῆς δημιουργίας τοῦ πρώτου ἀνθρώπου μέχρι τῶν ἐσχάτων. Γι’ αὐτοὶ καὶ οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι παρουσιάζονται νὰ τρέχουν γιὰ νὰ μαζέψουν “πάντα τὰ ἔθνη” ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Κανένας δὲν πρόκειται ν’ ἀποφύγει τὸ φοβερὸ δικαστήριο τῆς τελικῆς κρίσεως. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀνεξαρτήτως κοινωνικῆς τάξεως, οἰκονομικῆς ἰσχύος, μορφώσεως, πνευματικῆς καταστάσεως κ.ο.κ. Ἂς τὸ ἀκούσουν βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι, ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, πλούσιοι καὶ πτωχοί. Ἂς ἀκούσουν ὅτι ἔρχεται Κριτής, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ κρίνει ὅλη τὴν οἰκουμένη. Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ, ὅταν θὰ εἶναι παρόντες οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι καὶ θὰ ἐλέγχουν τὶς πράξεις τοῦ κάθε ἀνθρώπου, θὰ ἐλέγχουν “τὰ ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ”, “τὰ κατὰ νοῦν καὶ διάνοιαν”, “τὰ ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ”. Πόσο φοβερὴ στιγμὴ θὰ εἶναι τότε, ὅταν κάθε μας πράξη, κάθε μας λόγος, κάθε μας σκέψη καὶ ἀπόκρυφος λογισμός, κάθε κίνηση καὶ διάθεση τῆς καρδίας μας θὰ φανερωθοῦν ἐνώπιον Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων καὶ θὰ κληθοῦμε νὰ ἀπολογηθοῦμε γι’ αὐτά.
Μετὰ τὸν βιολογικό του θάνατο ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει καμιὰ δυνατότητα μετανοίας· δὲν ἔχει κανένα τρόπο νὰ βοηθήσει πλέον τὸν ἑαυτό του. Γι’ αὐτὸ προτοῦ φθάσει τὸ τέλος, εἴτε μὲ τὸν δικό μας βιολογικὸ θάνατο εἴτε μὲ τὴ φοβερὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εὑρίσκεται σὲ διαρκὴ ἐγρήγορση, σὲ διαρκὴ πνευματικὸ ἀγώνα καὶ νὰ προσεύχεται ἀδιαλείπτως στὸν πανάγαθο καὶ πολυεύσπλαχνο Θεὸ νὰ τοῦ χαρίσει μετάνοια καὶ σωτηρία, νὰ τοῦ δώσει χριστιανά, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα καὶ εἰρηνικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς του καὶ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ ἔχει “καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ”.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου “Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικό Ἔντυπο”, τεῦχος 33 (2016), σ. 274-280)