π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ

 

Ὁ Μέγας Κανὼν

 

Πρωτοπρ. Μιχαλ Βοσκο

 

Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν περίοδος νηστείας, ἐγκρατείας, μετανοίας, κατανύξεως, ἐντατικῆς προσευχῆς καὶ ἐντατικοῦ πνευματικοῦ ἀγώνος ὁλοκλήρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους. Εἶναι, κατ’ οὐσίαν, μιὰ μακρὰ καὶ κοπιαστικὴ πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, τὴν ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν καὶ τὴν πανήγυρη τῶν πανηγύρεων. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἔχει ὡς πρώτιστο καὶ κύριο σκοπό, νὰ μᾶς προετοιμάσει καταλλήλως, ὥστε νὰ ζήσουμε ὅσο γίνεται πιὸ σωστὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση, τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα τοῦ Πάθους, τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, τῆς ταφῆς καὶ τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Κατὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἡ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ὑπολοίπου ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους. Οἱ ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς περιόδου (Κατανυκτικὸς Ἑσπερινὸς Κυριακῶν, Μέγα Ἀπόδειπνο, Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καὶ τῶν Ὡρῶν, Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία) εἶναι μακρὲς καὶ κατανυκτικές, κυριαρχοῦν δὲ σὲ αὐτὲς τὰ πολλὰ “διαβαστὰ” (ψαλμοί, ἀναγνώσματα, εὐχές), ἡ λιτότητα καὶ ἡ ἀρχαιοπρέπεια.

Ἕνα ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα λειτουργικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι καὶ ἡ ψαλμωδία τοῦ Μεγάλου Κανόνος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης. Ὁ Μέγας Κανὼν ψάλλεται τμηματικὰ τὶς τέσσερεις πρῶτες μέρες τῆς Α’ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου καὶ ὁλόκληρος στὸν Ὄρθρο τῆς Πέμπτης τῆς Ε’ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν ἢ συνηθέστερα - στὶς ἐνορίες - τὸ βράδυ τῆς Τετάρτης τῆς ἰδίας Ἑβδομάδος κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου. Ἡ Ε’ Ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν ἀποτελεῖ, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, τὸ λειτουργικὸ ἀποκορύφωμα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀφοῦ κατ’ αὐτὴν ψάλλεται τόσο ὁ Μέγας Κανὼν ὅσο καὶ ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.

  

Ὁ ποιητὴς τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 7ου αἰῶνος καὶ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 8ου αἰῶνος. Διετέλεσε μοναχὸς στὴν ἀσκητικὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὴν Παλαιστίνη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μαζὶ μὲ τὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου στὴν Κων/πολη τὸ κυριώτερο λειτουργικὸ κέντρο στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονός, ὅτι στὴ Μονὴ αὐτὴ ἔζησαν καὶ οἱ ἄλλοι δύο μεγάλοι ποιητὲς Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ ὁ ἑτεροθαλὴς ἀδελφός του Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, Ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας μετέβη σὲ νεαρὴ ἀκόμη ἡλικία γιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἀποστολὴ στὴν Κων/πολη καὶ παρέμεινε ἐκεῖ ἀναλαμβάνοντας διάφορα ἐκκλησιαστικὰ διακονήματα. Κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, ὅπου ἐγκαταστάθηκε καὶ παρέμεινε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὑπῆρξε μεγάλος ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἀσχολήθηκε κυρίως μὲ τὸ νέο ὑμνογραφικὸ εἶδος τοῦ “Κανόνος”, τὸ ὁποῖο ἀντικατέστησε τὸ “Κοντάκιον”, τὸ κυριώτερο ὑμνογραφικὸ εἶδος τῶν προηγουμένων αἰώνων. Ἀπὸ πολλούς, μάλιστα, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας θεωρεῖται ὡς ὁ δημιουργὸς τοῦ νέου αὐτοῦ ποιητικοῦ εἴδους. Πολλοὶ Κανόνες στὰ λειτουργικά μας βιβλία (Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, Συλλήψεως τῆς Ἁγίας Ἄννης, Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, Τετάρτης τῆς Μεσοπεντηκοστῆς κλπ.) φέρουν τὸ ὄνομά του. Χωρὶς ἀμφιβολία, ὅμως, ἡ σπουδαιότερη ποιητικὴ σύνθεσή του, γιὰ τὴν ὁποία παρέμεινε ἰδιαιτέρως γνωστὸς σὲ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, εἶναι ὁ Μέγας Κανών, τὸν ὁποῖον συνέταξε πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὸ κύκνειό του ᾆσμα.

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τί εἶναι ὁ Μέγας Κανών, θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἀναφέρουμε ὁρισμένα βασικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ ποιητικὸ εἶδος τοῦ Κανόνος. Ὁ “Κανὼν” ἐμφανίζεται, ἢ μᾶλλον καλύτερα λαμβάνει τὴν πλήρη μορφή του, στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνος καὶ ἀποτελεῖ τὸ βασικὸ ὑμνογραφικὸ εἶδος τῆς τρίτης περιόδου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας (8ος – 11ος αἰ.), ποὺ εἶναι καὶ ἡ περίοδος ἀκμῆς της. Εἶναι μιὰ σειρ π τροπάρια, τὰ ὁποῖα συντίθενται π τ βάσει τν ννέα δν τς γίας Γραφς (κτ τς Παλαις Διαθήκης κα μίας τς Καινς). Ὡς ἐκ τούτου, ὁ Κανόνας ποτελεται συνήθως π κτ δς κα πολὺ σπάνια π ννέα δές, δεδομένου ὅτι σχεδν πάντοτε πουσιάζει δεύτερη δ λόγῳ τοῦ πένθιμου χαρακτήρα της. Ἔχουμε, ὡστόσο, καὶ Κανόνες μὲ λιγότερες ᾠδὲς (διῴδιους, τριῴδιους κ.ο.κ.). Ὁ ἀρχικὸς προορισμὸς τῶν τροπαρίων τῶν Κανόνων ἦταν ν παρεμβάλλονται μεταξ τν στίχων τν βιβλικν δν, σταδιακὰ ὅμως ο στίχοι τν βιβλικν δν παραμελήθηκαν κα μειναν μόνο τ τροπάρια, τν ποίων παράλληλα περιορίστηκε κα ριθμός. Κάθε δ χει συνήθως 3-6 τροπάρια, τ πρτο ἀπὸ τὰ ὁποῖα λέγεται ερμς (π τ ρμα εἵρω, πο σημαίνει συνάπτω, συνδέω, νώνω) κα ἀποτελεῖ τὸ πρότυπο, βάσει τοῦ ὁποίου ψάλλονται τ πόλοιπα τροπάρια τς συγκεκριμένης δς. ερμός, κατὰ ταῦτα, εναι ὁ κανόνας γι τ λλα τροπάρια πο κολουθον, γι᾿ ατ καί, κατὰ μία ἐκδοχή, τ εδος ατ τς κκλησιαστικς μνογραφίας νομάστηκε “Κανών”.

Ὁ Μέγας Κανὼν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης δὲν εἶναι ἕνας συνηθισμένος Κανόνας μὲ ὀκτὼ ᾠδὲς καὶ μερικὰ (3-6) τροπάρια σὲ κάθε ᾠδή. Εἶναι “μέγας” στὴν κυριολεξία, γιατὶ ἔχει ἐννέα ᾠδὲς καὶ τόσα τροπάρια ὅσοι καὶ οἱ στίχοι τῶν ἐννέα βιβλικῶν ᾠδῶν. Ἀποτελεῖται συνολικὰ ἀπὸ 250 τροπάρια, γιατὶ τόσοι εἶναι καὶ οἱ ἐπὶ μέρους στίχοι τῶν βιβλικῶν ᾠδῶν. Σ’ αὐτὰ τὰ 250 τροπάρια προστέθηκαν ἀργότερα ἀπὸ ἄλλους ὑμνογράφους καὶ ἄλλα τριάντα περίπου τροπάρια, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, στὴν ὁποία εἶναι ἀφιερωμένη ἡ Ε’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἀλλὰ καὶ στὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης, τὸν ποιητὴ τοῦ Μεγάλου Κανόνος.

Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό του, ὁ Μέγας Κανὼν ἀποτελεῖ μιὰ μεγαλειώδη ποιητικὴ ἔμπνευση μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία προβάλλεται μὲ τὸν πιὸ χαρακτηριστικὸ τρόπο τὸ συγκλονιστικὸ δράμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν παραδείσια κοινωνία του μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τῆς ὑποταγῆς του στὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ ἡ βαθύτατη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ μετανοήσει, νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν πνευματική του ἀσθένεια, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ νὰ γευθεῖ καὶ παλιν τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴ χάρη τοῦ Παναγάθου Θεοῦ. Ὁ Μέγας Κανὼν “δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα κύκνειο ᾆσμα, ἕνας θρῆνος προθανάτιος, ἕνας μακρὸς θρηνητικὸς μονόλογος” (Ἰωάννης Φουντούλης). Ὁ ἅγιος ποιητής, εὑρισκόμενος πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, κάνει τὴν εἰς βάθος αὐτοκριτική του καὶ αὐτοεξέτασή του καὶ διαπιστώνει ὅτι εἶναι κυριολεκτικὰ βουτηγμένος μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ μέσα στὰ πάθη. Φέρνει στὸ μυαλό του διάφορα παραδείγματα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τόσο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη· καὶ ἀναγνωρίζει συγκλονισμένος καὶ συντετριμμένος, ὅτι ἔχει μιμηθεῖ ὅλες τὶς κακὲς πράξεις τῶν ἡρώων τῆς Ἁγίας Γραφῆς (τοῦ Κάϊν, τοῦ Λάμεχ, τοῦ Ἠσαῦ κ.ο.κ.), ἐνῶ καθόλου δὲν ἔχει μιμηθεῖ τὶς καλὲς πράξεις τῶν ἁγίων ἀνδρῶν (τοῦ Ἄβελ, τοῦ Ἰὼβ κ.ο.κ.).

Ὁ Πανάγαθος Τριαδικὸς Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν Του. Τοῦ ἔδωσε, δηλαδή, τέτοια χαρακτηριστικὰ (νοερὴ ἐνέργεια, λογικὴ σκέψη, ἐλευθερία βουλήσεως κλπ.), ὥστε νὰ εἰκονίζει στὴ φύση του τὸν ἴδιο τὸν Θεό, καὶ τὸν προόρισε νὰ ὁμοιάσει μ’ Αὐτὸν μὲ τὸν πνευματικό του ἀγώνα καὶ μὲ τὴ θεία χάρη. Ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι πρόσωπο (“Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὢν”) ἢ καλύτερα κοινωνία προσώπων, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς πρόσωπο. Στὴν προσπάθεια του, ὅμως, νὰ πορευθεῖ ἀπὸ τὸ κατ’ εἰκόνα στὸ καθ’ ὁμοίωσιν ἐπεσυνέβη ἡ φοβερὴ τραγωδία τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀπωλείας τῆς θείας χάριτος. Ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔπαψε πλέον νὰ εἶναι πρόσωπο, ὑπετάγη στὰ πάθη καὶ στὴν ἁμαρτία, μπῆκε στὴ ζωή του ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος. Ὁ Πανάγαθος Θεός, ὅμως, δὲν τὸν ἄφησε σ’ αὐτὴν τὴν τραγικὴ κατάσταση καὶ σ’ αὐτὸ τὸ τραγικὸ ἀδιέξοδο. Ἔστειλε τὸν Μονογενὴ Υἱὸ καὶ Λόγο Του στὸν κόσμο, γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀληθινός, νὰ ζήσει ἀνάμεσά μας ὡς ἕνας ἐξ ἡμῶν, νὰ πάθει, νὰ πεθάνει ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ ν’ ἀναστηθεῖ τριήμερος, ὥστε νὰ μᾶς δώσει ξανὰ τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας. Ὁ ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μπορεῖ νὰ νικήσει τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του, μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, μπορεῖ νὰ καταστεῖ καὶ πάλιν ἀληθινὸ πρόσωπο, νὰ χαριτωθεῖ καὶ νὰ θεωθεῖ, νὰ ζήσει δηλαδὴ τὴν ἄκτιστη χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, νὰ γίνει θεὸς κατὰ χάριν.

Αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ δράμα τῆς πτώσεως καὶ τῆς ὑποταγῆς στὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ τὸν ἰσόβιο ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου νὰ μετανοήσει, νὰ θεραπευθεῖ καὶ νὰ ἐπιστρέψει, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, στὸν πατρικὸ οἶκο καὶ στὴ χάρη τοῦ Παναγάθου Θεοῦ ἐκφράζει μὲ τὸν πιὸ ὄμορφο καὶ τὸν πιὸ χαρακτηριστικὸ ποιητικὸ τρόπο ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης στὰ πολυάριθμα τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνος. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ γράψει μιὰ ὁλόκληρη διατριβὴ πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα, ὅπως ἀναπτύσσεται στοὺς μοναδικοὺς στίχους τοῦ Μεγάλου Κανόνος. Θὰ περιοριστοῦμε, ἐν προκειμένῳ, σὲ μερικὰ μονάχα χαρακτηριστικὰ σημεῖα.

Ἡ παράβαση τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀπώλεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς ἀϊδίου βασιλείας καὶ τρυφῆς, δὲν εἶναι ἕνα γεγονὸς τοῦ παρελθόντος, ἕνα γεγονὸς ποὺ ἀφορᾶ μόνο στὸν πρωτόπλαστο Ἀδάμ, ἀλλὰ μιὰ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία ποὺ τὴν ζοῦμε ὅλοι μας στὴν προσωπική μας ζωή, λόγῳ τῶν πολλῶν μας ἁμαρτιῶν καὶ λόγῳ τοῦ σκοτασμοῦ τοῦ νοὸς καὶ τῆς πνευματικῆς γυμνότητος, ποὺ αὐτὲς οἱ ἁμαρτίες συνεπάγονται. “Τὸν πρωτόπλαστον Ἀδάμ, τῇ παραβάσει παραζηλώσας”, ὁμολογεῖ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, “ἔγνων ἐμαυτὸν γυμνωθέντα Θεοῦ, καὶ τῆς ἀϊδίου βασιλείας καὶ τρυφῆς, διὰ τὰς ἁμαρτίας μου” (ᾠδὴ α’). “Προσέβλεψα τοῦ φυτοῦ τὸ ὡραῖον καὶ ἠπατήθην τὸν νοῦν, καὶ ἔνθεν κεῖμαι γυμνὸς καὶ καταισχύνομαι” (ᾠδὴ β’).

Οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι τόσες πολλές, ὥστε νὰ διερωτᾶται κανεὶς ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχίσει αὐτὸν τὸν ἀδαμιαῖο θρῆνο. “Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τὰς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις; ποίαν ἀπαρχὴν ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνωδίᾳ;” (ᾠδὴ α’). Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς του πτωχείας καὶ τῆς πνευματικῆς του ἀθλιότητος, συνειδητοποιεῖ, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ δὲν τὴν ἔχει διαπράξει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι οἱ ὄντως ἅγιοι ἄνθρωποι στὴ μακραίωνη ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὄχι μόνο δὲν θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους ἁγίους, ἀλλὰ νοιώθουν ὅτι εἶναι οἱ πλέον ἁμαρτωλοὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. “Οὐ γέγονεν ἐν τῷ βίῳ ἁμάρτημα οὐδὲ πράξις οὐδὲ κακία, ἣν ἐγὼ Σωτὴρ οὐκ ἐπλημμέλησα, κατὰ νοῦν καὶ λόγον καὶ προαίρεσιν, καὶ θέσει καὶ γνώμῃ καὶ πράξει ἐξαμαρτήσας, ὡς ἄλλος οὐδεὶς πώποτε” (ᾠδὴ δ’). “Ἡμάρτηκα, ἐπλημμέλησα καὶ ἠθέτησα τὴν ἐντολήν σου· ὅτι ἐν ἁμαρτίαις προήχθην καὶ προσέθηκα τοῖς μώλωψι τραῦμα ἐμοὶ” (ᾠδὴ ζ’). Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄντως, ὅπως τὸν χαρακτηρίζει τὸ Δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀντίπασχα ἕνα “μέγα τραῦμα”, τὸ ὁποῖο, ὅμως, θεραπεύθηκε μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν τριήμερη ἐκ νεκρῶν ἐξανάσταση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία καὶ στὰ πάθη, τὸ “κατ’ εἰκόνα”, ἡ εἰκόνα δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἀμαυρώθηκε. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸ ἀρχαῖον κάλλος, τὴν ὀμορφιὰ μὲ τὴν ὁποία τὸν ἔπλασε ὁ Δημιουργὸς Θεὸς καὶ ἔγινε πραγματικὰ ἀγνώριστος, σωματικὰ καὶ πνευματικά. “Κατέχρωσα τὴν εἰκόνα σου καὶ παρέφθειρα τὴν ἐντολήν σου· ὅλον ἀπημαυρώθη τὸ κάλλος καὶ τοῖς πάθεσιν ἐσβέσθη Σωτὴρ ἡ λαμπάς” (ᾠδὴ ζ’). “Ὁ νοῦς τετραυμάτισται, τὸ σῶμα μεμαλάκισται, νοσεῖ τὸ πνεῦμα, ὁ λόγος ἠσθένησε, ὁ βίος νενέκρωται” (ᾠδὴ θ’). Ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ ἔχει ὡς σημεῖον ἀναφορᾶς του τὸν Πανάγαθο Τριαδικὸ Θεό, ἔκανε σημεῖον ἀναφορᾶς του τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ἔκανε κυριολεκτικὰ εἴδωλό του τὸν ἑαυτό του, ἐγκλωβισμένος μέσα στὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, τῆς ἐγωπαθείας καὶ τῆς ὑπερηφανείας. “Αὐτείδωλον ἐγενόμην τοῖς πάθεσι, τὴν ψυχήν μου βλάπτων, Οἰκτίρμον” (ᾠδὴ δ’), ἀναφωνεῖ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ἀγγίζοντας μὲ τὸν ποιητικό του λόγο τὰ βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς.

Γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε μέσα στὸ σκοτάδι τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀγνοίας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ζοῦσε τὸ τρομακτικὸ φάσμα τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου χωρὶς καμιὰ δυνατότητα διαφυγῆς. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σώσει ἀπὸ αὐτὴν τὴν τραγωδία, παρὰ μονάχα ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γι’ αὐτό, “Χριστὸς ἐνηνθρώπησε, καλέσας πρὸς μετάνοιαν ληστὰς καὶ πόρνας” (ᾠδὴ θ’). Κατέβηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ δεύτερος τῆς Τριάδος στὸν δικό μας καταθλιπτικὸ κόσμο, γιὰ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν δρόμο τῆς μετανοίας καὶ τῆς σωτηρίας. Καὶ δὲν ἀρκέστηκε μόνο στὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως “τῆς ἁμαρτίας δίχα”, οὔτε μόνο στὸ νὰ διδάξει τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ θαυματουργήσει, ἀλλὰ ὑπέστη ἑκουσίως τὴν ἄκρα ταπείνωση, ἔπαθε, ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ἐτάφη καὶ ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου, γιὰ νὰ ἀνοίξει καὶ πάλιν ἡ πύλη τῆς Ἐδέμ, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ πάλιν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ Πατρός, γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει καὶ πάλιν τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς κοινωνίας μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. “Εἰργάσω τὴν σωτηρίαν ἐν μέσῳ τῆς γῆς ὁ Κτίστης, ἵνα σωθῶμεν· ἑκουσίως ξύλῳ ἀνεσταύρωσαι, ἡ Ἐδὲμ κλεισθεῖσα ἀνεῴγνυτο” (ᾠδὴ δ’). “Τὸ Σῶμα σου καὶ τὸ Αἷμα σταυρούμενος ὑπὲρ πάντων ἔθηκας Λόγε· τὸ μὲν Σῶμα, ἵνα ἀναπλάσῃς με, τὸ δὲ Αἷμα, ἵνα ἀποπλύνῃς με· τὸ πνεῦμα παρέδωκας, ἵνα ἐμὲ προσάξῃς, Χριστέ, τῷ σῷ Γεννήτορι” (ᾠδὴ δ’).

Ἡ σωτηρία ποὺ ἀνέτειλε ἐκ τοῦ Τάφου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δὲν μᾶς χαρίζεται αὐτομάτως. Ἀπαιτεῖται ἡ δική μας συνεργασία, ὁ δικός μας πνευματικὸς ἀγώνας, ἡ δική μας μετάνοια. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης καλεῖ τὸν κάθε ἕνα ἀπὸ ἐμᾶς: “Ἐπίστρεψον, μετανόησον, ἀνακάλυψον τὰ κεκρυμμένα· λέγε Θεῷ τῷ τὰ πάντα εἰδότι· Σὺ γινώσκεις μου τὰ κρύφια, μόνε Σωτήρ· καὶ αὐτὸς μὲ ἐλέησον, ὡς ψάλλει Δαυΐδ, κατὰ τὸ ἔλεός σου” (ᾠδὴ ζ’). Ἐπειδή, μάλιστα, κανένας δὲν γνωρίζει πότε θὰ ἔλει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, γι’ αὐτὸ πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ εὑρίσκεται σὲ διαρκὴ ἐγρήγορση, σὲ διαρκὴ καὶ ἀσταμάτητο πνευματικὸ ἀγώνα. “Ἐγγίζει, ψυχή, τὸ τέλος, ἐγγίζει καὶ οὐ φροντίζεις, οὐχ ἑτοιμάζῃ· ὁ καιρὸς συντέμνει, διανάστηθι· ἐγγὺς ἐπὶ θύραις ὁ Κριτής ἐστιν” (ᾠδὴ δ’).

 

     (Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου “Παρέμβαση κκλησιαστική. ρθόδοξο Πνευματικό ντυπο, τεῦχος 30 (2015), σ. 33-39)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ

 

ΡΑΔΙΟΣΤΑΘΜΟΣ Ι.Μ. ΛΕΜΕΣΟΥ

 radio.jpg

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ

Copyright © AP.ANDREAS.LEMESOU 2014. All Rights Reserved.