π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: ΜΙΚΡΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ
Μικρὴ εἰσαγωγὴ στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο
Πρωτοπρ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Μιὰ ἀπὸ τὶς λαοφιλέστερες ἀκολουθίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀναμφίβολα ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἤ, ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται, ἡ Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου. Ἀκάθιστος Ὕμνος ἢ Χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου ὀνομάζεται κατ’ ἀκρίβειαν τὸ Κοντάκιο, τὸ ὁποῖο ψάλλεται πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου κατὰ τὸν Ὄρθρο τοῦ Σαββάτου τῆς Ε' ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν καὶ ποὺ ἐπεκράτησε νὰ ψάλλεται τμηματικῶς κατὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου τὶς Παρασκευὲς τῶν τεσσάρων πρώτων ἑβδομάδων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀπὸ τὸ μοναδικοῦ ποιητικοῦ κάλλους Κοντάκιο αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀκολουθία Ἀκάθιστος Ὕμνος ἢ Χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου. Ἡ Ἀκολουθία λοιπὸν τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, στὴν ὁποία παρεμβάλλεται ἡ ψαλμωδία τοῦ Κανόνος “Ἀνοίξω τὸ στόμα μου” καὶ ἡ ψαλμωδία μιᾶς ἀπὸ τὶς τέσσερεις στάσεις τοῦ Κοντακίου τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου κατὰ τὶς Παρασκευὲς τῶν τεσσάρων πρώτων ἑβδομάδων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ὅλων μαζὶ τῶν στάσεων κατὰ τὴν Παρασκευὴ τῆς Ε’ ἑβδομάδος.
Ὅταν μιλοῦμε γιὰ Κοντάκιο ἀναφερόμαστε στὴν ποιητικὴ ἐκείνη σύνθεση ποὺ κατεῖχε δεσπόζουσα θέση στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ Κανόνος. Μὲ τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴν ἐπικράτηση τῶν Κανόνων, ἐκτοπίστηκαν τὰ Κοντάκια ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου. Τὸ Κοντάκιο εἶναι μιὰ σειρὰ ἀπὸ 20-30 τροπάρια, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἰσοσυλλάβους στίχους. Ἀποτελεῖται δὲ ἀπὸ δύο μέρη: ἀπὸ ἕνα τροπάριο στὴν ἀρχή, τὸ ὁποῖο λέγεται Προοίμιο, καὶ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα τροπάρια, ποὺ ὀνομάζονται Οἶκοι καὶ τὰ ὁποῖα ἐξυμνοῦν τὸ πρόσωπο ἢ τὸ γεγονός, στὸ ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένο τό Κοντάκιο. Τὸ προοίμιο καὶ οἱ οἶκοι καταλήγουν σὲ κοινὸ Ἐφύμνιο.
Τὸ Κοντάκιο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶναι τὸ μόνο Κοντάκιο ποὺ παρέμεινε ἐν χρήσει στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα Κοντάκια ἀναγινώσκονται σήμερα μόνο τὸ Προοίμιο (ποὺ ὀνομάζεται στὰ λειτουργικὰ βιβλία Κοντάκιο) καὶ ὁ πρῶτος Οἶκος μεταξὺ τῆς 6ης καὶ τῆς 7ης ὠδῆς τοῦ Κανόνος καὶ ἀμέσως πρὶν ἀπο τὸ Συναξάριο τῆς ἡμέρας. Τὸ ἀρχικὸ Προοίμιο τοῦ Κοντακίου τοῦ Ἀκαθίστου ῞Υμνου ἦταν τὸ τροπάριο “Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς …”, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ εἰσαγωγὴ στὸ θέμα τοῦ Κοντακίου ποὺ εἶναι ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἀργότερα προστέθηκε καὶ τὸ τροπάριο “Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ …”, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ ἱστορικὸ ἢ τὸ θεολογικὸ μέρος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ἀλλὰ ἀποτελεῖ εὐχαριστία πρὸς τὴν «Ὑπέρμαχο Στρατηγό», ἡ ὁποία λύτρωσε τὴν Πόλη ἀπὸ τὰ δεινά. Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀποτελεῖται ἀπο 24 Οἴκους, οἱ ὁποῖοι φέρουν ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα. Οἱ Οἶκοι αὐτοὶ εἶναι δύο εἰδῶν: Οἱ μὲν περιττοὶ εἶναι ἐκτενέστεροι, ἀποτελοῦνται ἀπὸ 18 στίχους καὶ κατακλείονται μὲ τὸ Ἐφύμνιο “Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε”, οἱ δὲ ἄρτιοι εἶναι συντομώτεροι, ἀποτελοῦνται ἀπὸ 6 μόνο στίχους καὶ κατακλείονται μὲ τὸ Ἐφύμνιο “Ἀλληλούϊα”. Οἱ 12 τελευταῖοι στίχοι τῶν περιττῶν Οἴκων ἀποτελοῦν τοὺς Χαιρετισμούς, οἱ ὁποῖοι ἀπευθύνονται πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν πάντοτε μὲ τὸ “Χαῖρε”. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς στίχους πῆρε καὶ τὸ ὅλο Κοντάκιο, ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη Ἀκολουθία τὴν ὀνομασία Χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου.
Τὸ Κοντάκιο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶναι κατ’ οὐσίαν Κοντάκιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ ψαλμωδία του κατὰ τὶς Παρασκευὲς τῶν πέντε πρώτων ἑβδομάδων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀναπληρώνει τὴν ἀπουσία προεορτίων καὶ μεθεόρτων τῆς Ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Θὰ μπορούσαμε νὰ διαιρέσουμε τὸν ὅλο Ὕμνο σὲ δύο μέρη. Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ ἱστορικὸ μέρος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς δώδεκα πρώτους Οἴκους (Α-Μ) καὶ τὸ ὁποῖο ἐξιστορεῖ τὸ γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν μέχρι καὶ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (ἐπίσκεψη τῆς Παναγίας στὴν Ἐλισάβετ, Γέννηση τοῦ Κυρίου καὶ προσκύνηση τῶν ποιμένων, προσκύνηση τῶν Μάγων, φυγὴ στὴν Αἴγυπτο καὶ Ὑπαπαντή). Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ θεολογικὸ ἢ δογματικὸ μέρος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς δώδεκα τελευταίους Οἴκους (Ν-Ω) καὶ στὸ ὁποῖο ὁ ποιητὴς ἀναλύει μὲ θεολογικὴ ἐμβρίθεια τὴ σημασία τοῦ μεγάλου γεγονότος τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναφέρεται στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ποὺ πήγασε ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό.
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν ὀνομασία Ἀκάθιστος Ὕμνος, τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν δίδει τὸ Συναξάριο τοῦ Σαββάτου τῆς Ε' ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ ὀνομάζεται Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου ῞Υμνου. Σύμφωνα λοιπὸν μ’ αὐτὸ τὸ Συναξάριο κατὰ τὸ ἔτος 626 μ.Χ. ἡ Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε ἀπὸ τὸν στόλο τῶν Ἀβάρων καὶ τῶν Περσῶν, ἐνῶ ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἀπουσίαζε σὲ ἐκστρατεία στὴ Μικρὰ Ἀσία. Οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τότε μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Πατριάρχη Σέργιο, ἔχοντας τὶς ἐλπίδες τους μόνο στὸν Θεὸ καὶ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, λιτάνευσαν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας γύρω ἀπὸ τὰ τεῖχη τῆς πόλης. Κι ἐκεῖ ποὺ ὅλα φαίνονταν δύσκολα καὶ τραγικὰ ξαφνικὰ στὶς 8 Αὐγούστου τοῦ ἔτους ἐκείνου μετὰ ἀπὸ σφοδρὴ θύελλα ὁ στόλος τῶν ἐχθρῶν διασκορπίστηκε καὶ καταστράφηκε καὶ ἡ πόλη ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν πολιορκία. Ὁ λαὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀποδίδοντας τὴ σωτηρία τῆς πόλης στὴ Θεομήτορα, προσέτρεξε στὸν ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καὶ “ὁλονύκτιον τὸν Ὕμνον καὶ Ἀκάθιστον αὐτῇ ἐμελώδησαν, ὡς ὑπὲρ αὐτῶν ἀγρυπνησάσῃ καὶ ὑπερφυεῖ δυνάμει διαπραξαμένῃ τὸ κατὰ τῶν ἐχθρῶν τρόπαιον”. Ἔκτοτε, ὅταν ψάλλεται ὁ Ὕμνος αὐτός, ὅλοι οἱ πιστοὶ εἶναι ὄρθιοι, ἐνῶ στοὺς Οἴκους τῶν ἄλλων Κοντακίων “ἐξ ἔθους” κάθονταν.
Χωρὶς ἀμφιβολία ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος δὲν ἐγράφη τὴ μέρα ἐκείνη. Δὲν θὰ μποροῦσε ὑπὸ τὴν πίεση τοῦ χρόνου νὰ γραφεῖ ἕνα τέτοιο μοναδικὸ ποιητικὸ ἀριστούργημα. Ἐξάλλου σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση θ’ ἀναφερόταν ὁ Ὕμνος καὶ στὸ γεγονὸς τῆς θαυμαστῆς λύσης τῆς πολιορκίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ θὰ ἦταν ἡ αἰτία τῆς συντάξεώς του. Ὅμως καμιὰ τέτοια ἀναφορὰ δὲν ὑπάρχει στὸ Κοντάκιο τοῦ ᾽Ακαθίστου Ὕμνου. Τὸ θέμα του εἶναι ἀποκλειστικὰ ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, προσεγγιζόμενη τόσο ἱστορικὰ ὅσο καὶ θεολογικά. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος προϋπῆρχε τῶν γεγονότων τοῦ Αὐγούστου τοῦ 626, ἔκτοτε δὲ καθιερώθηκε νὰ ψάλλεται πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ὅσο κι ἂν ἀκούγεται παράδοξο, ὁ ποιητὴς αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ ἀριστουργήματος τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας παραμένει μέχρι σήμερα ἄγνωστος. Πολλοὶ φέρονται ὡς ποιητές του, σὲ κανέναν ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ μὲ βεβαιότητα. Διαφειλονικούμενο μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν παραμένει καὶ τὸ θέμα τοῦ χρόνου συντάξεως τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Αὐτὰ τὰ προβλήματα ὡστόσο δὲν τὸν ἐμποδίζουν ἀπὸ τοῦ νὰ παραμένει τὸ λαοφιλέστερο ὑμνολογικὸ κείμενο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιήθηκε καὶ χρησιμοποιεῖται στὴ λατρεία μας περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο ὑμνολογικὸ κείμενο. Στὰ Μοναστήρια ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀναγινώσκεται καθημερινὰ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ τὸν γνωρίζουν ἀπὸ στήθους, ἐνῶ καὶ πολλοὶ εὐσεβεῖς λαϊκοὶ συνηθίζουν νὰ τὸν ἀναγινώσκουν καθημερινὰ μαζὶ μὲ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο καὶ κάποιοι ἐπίσης τὸν γνωρίζουν ἀπὸ στήθους. Μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ ὅλα τὰ σωζόμενα Κοντάκια μόνο αὐτὸ παρέμεινε ἐν χρήσει στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, δείχνει πόσο ἀγαπητὸ ἦταν καὶ παραμένει στὸν ὀρθόδοξο λαό.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου “Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικό Ἔντυπο”, τεῦχος 6 (2009), σ. 286-289)