π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΩΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΩΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου (Α' Κορ. ιβ’ 27) καὶ τὴ διδασκαλία τῶν θεοφόρων ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κεφαλὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ «μέλη ἐκ μέρους» ὅλοι ἐμεῖς ποὺ λάβαμε τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ Βάπτισμα. Κατὰ τὴ διατύπωση ἑνὸς συγχρόνου ἐκκλησιαστικοῦ Πατρός, τοῦ Ἁγ. Ἰουστίνου (Πόποβιτς) τοῦ ἐν Σερβίᾳ, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς παρατεινόμενος σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ σὲ ὅλη τὴν αἰωνιότητα», ἀλλὰ «καὶ ὁ ἄνθρωπος “ἐκτεινόμενος” μαζὶ μὲ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ σὲ ὅλη τὴν αἰωνιότητα». Εἶναι ἕνας ζωντανὸς θεανθρώπινος ὀργανισμός· ὁ Θεὸς σὲ κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Ὡς ἀνθρώπινος ὀργανισμὸς (καὶ ὄχι μόνο θεῖος) ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὀργάνωση καὶ διοικητικὴ διάρθρωση, χωρὶς αὐτὸ νὰ τὴν καθιστᾶ ἕναν κοσμικὸ ὀργανισμὸ ἀνάμεσα στοὺς τόσους ἄλλους τοῦ παρόντος κόσμου. Καὶ τοῦτο, γιατὶ Κεφαλή της εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Ψυχή της τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖον «πάντα χορηγεῖ» καὶ «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (ἰδιόμελον Ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς). ῞Ενα βασικὸ κεφάλαιο τῆς ὅλης διοικητικῆς διάρθρωσης καὶ ὀργάνωσης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ὁ θεσμὸς τοῦ ἐπισκόπου.
Τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξιώμα ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος· ἔχει, ἑπομένως, τὴν ἀρχή του στὸν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐξέλεξε τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἀνέθεσε συγκεκριμένες εὐθύνες καὶ συγκεκριμένα καθήκοντα. Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι οἱ ἄμεσοι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα κάνουμε λόγο γιὰ τὴ λεγομένη ἀποστολικὴ διαδοχή, ἡ ὁποία νοεῖται ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὡς μεταδόση τῆς ἀποστολικῆς χάριτος καὶ αὐθεντίας ἀπὸ ἐπίσκοπο σὲ ἐπίσκοπο, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὡς διασφαλίση τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καὶ διδασκαλίας διὰ τῶν ἐπισκόπων.
Ὁ κάθε ἐπίσκοπος εἶναι ἡ ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὡς ὁρατὴ δὲ κεφαλὴ μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τύπος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὡς τοῦ πάντων ἐπισκόπου, κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ πρώτου μεγάλου Πατρὸς καὶ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας ἱερομάρτυρος Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας. Εἶναι «εἰς τόπον» καὶ «εἰς τύπον» Χριστοῦ. Ὅλοι ὀφείλουν, τονίζει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, νὰ ἀκολουθοῦν καὶ νὰ ὑπακούουν στὸν ἐπίσκοπο, ὅπως ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀκολουθεῖ καὶ ὑπακούει στὸν Θεὸ Πατέρα. «Πάντες τῷ ἐπισκόπῳ ἀκολουθεῖτε, ὡς Ἰησοῦς Χριστὸς τῷ Πατρὶ» (Σμυρν. η’ 1). Χωρὶς τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἑνότητα μὲ τὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴ μετοχή μας στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐὰν κάποιος δὲν εὑρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο, αὐτὸς δὲν εὑρίσκεται στὴν Ἐκκλησία, μᾶς ὑπενθυμίζει ἕνας ἄλλος μεγάλος ἐκκλησιαστικὸς Πατέρας καὶ Διδάσκαλος τῶν πρώτων αἰώνων, ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς Ἐπίσκοπος Καρθαγένης («si qui cum episcopo non sit in ecclesia non esse»). Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ὁ Ἐπίσκοπος ὑπάρχει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐν τῷ Ἐπισκόπῳ («episcopum in ecclesia esse, et ecclesiam in episcopo»). Ἔξω ἀπὸ τὴν ἑνότητα μὲ τὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο ὑπάρχει τὸ σχίσμα καὶ ἄρα ἡ ἀπώλεια.
Τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, βεβαίως, δὲν εἶναι ἀξίωμα μὲ τὴν ἔννοια τῶν διαφόρων κοσμικῶν ἀξιωμάτων. Εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν μορφὴ διακονίας στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» (Μάρκ. θ’ 34). Ὅπως ὁ πατέρας εἶναι ἕτοιμος νὰ θυσιάσει ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή του γιὰ τὰ παιδιά του, ἔτσι καὶ ὁ ἐπίσκοπος ὡς πνευματικὸς πατέρας ὀφείλει νὰ εἶναι ἕτοιμος γιὰ κάθε θυσία, ἀκόμη καὶ τῆς ζωῆς του, γιὰ τὰ πνευματικά του τέκνα, τὰ μέλη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς ὁποίας προΐσταται καὶ τῶν ὁποίων τὴ σωτηρία ὁρίστηκε νὰ διακονήσει.
Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ πνευματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας τοῦ ποιμνίου του, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Καλοῦ Ποιμένος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰω. ι’ 11). Φέρει, ὡς ἐκ τούτου, τὴν ὅλη εὐθύνη τῆς διαποιμάνσεως τοῦ ἐμπεπιστευμένου σ᾿ αὐτὸν ποιμνίου. Στὴν πρώτη Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν ἦταν ἀκόμη μικρός, ὁ ἐπίσκοπος ἦταν καὶ ὁ προεστὼς τῆς Εὐχαριστίας. Σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία ἐτελεῖτο μία Εὐχαριστία ὑπὸ τὸν ἕνα ἐπίσκοπο. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν αὐξήθηκε σημαντικά, τότε ἔγινε κατὰ κάποιον τρόπο μιᾶς μορφῆς ἀποκέντρωση καὶ ὀργανώθηκε σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία τὸ σύστημα τῶν ἐνοριῶν. Ἡ κάθε ἐνορία εἶναι ἔκτοτε μικρόκοσμος τῆς ἐπισκοπικῆς ἐπαρχίας καὶ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας (Ἰω. Καρμίρης). Στὶς ἐνορίες, μὲ τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐλογία τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, προεστῶτες τῆς Εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ πνευματικοὶ πατέρες καὶ ποιμένες καθίστανται οἱ ἱερεῖς (οἱ πρεσβύτεροι), ποὺ εἶναι τοιουτοτρόπως οἱ στενώτεροι συνεργάτες τοῦ ἐπισκόπου. Ὁ ἐπίσκοπος, ὡστόσο, παραμένει ὁ κατ’ ἐξοχὴν προεστὼς τῆς Εὐχαριστίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν πνευματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας ὅλων τῶν μελῶν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι, ἐπίσης, ὁ κατ’ ἐξοχὴν διδάσκαλος τῶν μελῶν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ὄντας εἰς τόπον καὶ εἰς τύπον Χριστοῦ εἶναι φορέας ὄχι μόνο τοῦ ἀρχιερατικοῦ καὶ τοῦ βασιλικοῦ Του ἀξιώματος, ἀλλὰ καὶ τοῦ προφητικοῦ Του ἀξιώματος. Ὀφείλει, ὡς ἐκ τούτου, νὰ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Ὀφείλει νὰ εἶναι φορέας τῆς καθολικῆς Παραδόσεως καὶ θεματοφύλακας τῆς ἀληθινῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι σὲ κάθε Λειτουργία προσευχόμαστε γιὰ τὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπό μας, ὁ Πανάγαθος Θεὸς νὰ μᾶς τὸν χαρίζει ὄχι μόνο «σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα», ἀλλὰ καὶ «ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Μὲ τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου ὅλοι οἱ ἱερεῖς καθίστανται διδάσκαλοι τῶν πιστῶν, ὁ ἴδιος ὅμως παραμένει ὁ κατ’ ἐξοχὴν διδάσκαλος, ὁ ἔχων τὴν κύρια εὐθύνη γιὰ τὴν κατήχηση καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Πανάγαθος Θεὸς εὐδόκησε ἐδῶ καὶ εἴκοσι χρόνια νὰ ἔχουμε ὡς ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, τῆς κατὰ Λεμεσὸν Ἐκκλησίας, ἕναν ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὄντως διάδοχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν ποὺ ἀνέδειξε ἡ μητροπολιτική μας ἐπαρχία· ἕναν ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὄντως εἰς τόπον καὶ εἰς τύπον Χριστοῦ. Εὑρισκόμενος ὡς ἄριστος οἰακοστρόφος στὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λεμεσοῦ γιὰ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια, δὲν σταμάτησε «νύκτα καὶ ἡμέραν» ὡς ἀληθινὸς ποιμένας καὶ ὡς πνευματικὸς πατέρας νὰ νουθετεῖ «ἕνα ἕκαστον», νὰ στηρίζει, νὰ παρηγορεῖ, νὰ καθοδηγεῖ. Παρὰ τὸ ἐξαντλητικό του καθημερινὸ πρόγραμμα, ἀφιερώνει ὧρες ὁλόκληρες στὸ ἐξομολογητήριο, δίνοντας τὴ δυνατότητα σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους νὰ εὑρίσκουν ἀνάπαυση στὸ πετραχήλι του. Πόσοι ἄνθρωποι ὅλ’ αὐτὰ τὰ χρόνια δὲν ἀναστήθηκαν ἀπὸ τὸν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ θηλειὰ τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς ἀπόγνωσης χάρη στὴ δική του ἀγάπη, τὸ πατρικό του ἐνδιαφέρον καὶ τὸν ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ λόγο του! Κι ἐμεὶς οἱ ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ χαιρόμαστε καὶ καυχώμεθα, γιατὶ τὸν νοιώθουμε ὄχι σὰν «δεσπότη», ἀλλὰ σὰν πνευματικό μας πατέρα καὶ πνευματικό μας ὁδηγό, ὅπως καὶ ὅλος ὁ πιστὸς λαὸς τῆς πόλης καὶ ἐπαρχίας Λεμεσοῦ.
Ἡ ποιμαντική του μέριμνα σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα εἶναι ὄντως συνεχὴς καὶ ἀδιάλειπτη. Τὸ ἴδιο, ὅμως, συνεχὴς καὶ ἀδιάλειπτη εἶναι καὶ ἡ κατηχητικὴ καὶ διδακτική του μέριμνα, τόσο γιὰ γιὰ τὸν πιστὸ λαὸ ὅσο καὶ γιὰ μᾶς τοὺς ἱερεῖς. Πολὺ πρὶν ἐκλεγεῖ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ οἱ ὁμιλίες του (ἰδιαίτερα ἐκεῖνες πρὸς τοὺς νέους) ἀποτελοῦσαν ὕδωρ ποὺ ξεδιψοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ διψοῦν γιὰ λόγο Θεοῦ. Κι αὐτὲς οἱ ὁμιλίες συνεχίστηκαν καὶ πολλαπλασιάστηκαν μὲ τὴν ἐκλογή του ὡς Μητροπολίτου Λεμεσοῦ. Γιὰ εἴκοσι χρόνια τώρα ὁμιλεῖ χωρὶς νὰ φείδεται χρόνου καὶ μόχθου. Ὡς ἀκούραστος ἐργάτης τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου, μᾶς διδάσκει καὶ μᾶς κατηχεῖ συνεχῶς μὲ τὶς ὁμιλίες του, μὲ τὰ κηρύγματά του, μὲ τὶς ἐκπομπές του, μὲ τὸν πατρικό του λόγο, μὲ τὶς συμβουλές του. Ἰδιαίτερη εἶναι ἡ κατηχητική του μέριμνά γιὰ μᾶς τοὺς ἱερεῖς μὲ τὶς ἱερατικὲς συνάξεις, ποὺ συγκαλεῖ πολλὲς φορὲς κάθε χρόνο καὶ οἱ ὁποῖες εἶναι ἰδιαίτερα ὠφέλιμες γιὰ τὴν πνευματική μας προκοπὴ καὶ γιὰ τὸ δικό μας ποιμαντικὸ καὶ διδακτικὸ ἔργο στὶς ἐνορίες καὶ τὶς κοινότητές μας. Καὶ κάτι τελευταῖο! Τὸ σημαντικώτερο δὲν εἶναι ὅτι διδάσκει καὶ κατηχεῖ συνεχῶς. Τὸ σημαντικώτερο εἶναι, καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ διαπίστωση καὶ βίωμα ὅλων μας, κλήρου καὶ λαοῦ, ὅτι ὁ λόγος του συνιστᾶ προσωπικὴ ἀπάντηση στὰ προβλήματα τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς, ὅτι ὁ λόγος του ἀναπαύει καὶ παρηγορεῖ. Κι αὐτὸ συμβαίνει, γιατὶ δὲν εἶναι λόγος ρητορικός, δὲν εἶναι λόγος ἐγκεφαλικός, ἀλλὰ εἶναι ὄντως λόγος Θεοῦ.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Τριμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 100 (2019), σ. 12-14)