π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣΕΩΣ
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣΕΩΣ
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
«Ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α’ Κορ. ι’ 12). Ὅποιος νομίζει ὅτι στέκεται καλὰ στὰ πόδια του, ἂς προσέχει νὰ μὴν πέσει. Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους κινδύνους, ποὺ ἀντιμετωπίζουμε ὅλοι οἱ πιστοί, εἶναι ὁ κίνδυνος τῆς αὐτοδικαιώσεως. Πρόκειται γιὰ ἕναν μεγάλο πειρασμό, ποὺ συνεχῶς ἀπειλεῖ τὴ χριστιανική μας ζωὴ καὶ τὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Ὁ ἀρχέκακος διάβολος γνωρίζει πολλὲς μεθόδους, μὲ τὶς ὁποῖες προσπαθεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὸν πνευματικὸ θάνατο, στὴ διακοπὴ δηλαδὴ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό. Μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς μεθόδους, δοκιμασμένη καὶ μὲ πάμπολλες ἐπιτυχίες, εἶναι ἡ ἀπιστία. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εὑρίσκεται σ’ αὐτὴ τὴν τραγικὴ κατάσταση δὲν πιστεύει οὔτε στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ οὔτε στὴν ὕπαρξη τῶν δαιμόνων. Εἶναι, γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ὁλοκληρωτικὰ ἐκτεθειμένος στὴν ἐπήρεια τοῦ σατανᾶ, ἀφοῦ ἡ πνευματική του ἀντίληψη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴν ἐγκόσμια πραγματικότητα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραμένει προσκολλημένος στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ στὶς μέριμνες τοῦ κόσμου τούτου. Καθόλου δὲν τὸν ἀπασχολεῖ ἂν ὑπάρχει ἀθάνατη ψυχή, ἂν ὑπάρχει μετὰ θάνατον ζωή, ἂν ὑπάρχει τελικὴ κρίση, ἂν ὑπάρχει αἰωνιότητα.
Ἡ ἀπιστία αὐτῆς τῆς μορφῆς λαμβάνει στὶς μέρες μας ἐπικίνδυνες, χωρὶς ἀμφιβολία, διαστάσεις. Οὕτως ἢ ἄλλως, τὰ δεδομένα τῆς σημερινῆς ἐποχῆς καλλιεργοῦν στὸν ἄνθρωπο τὴν ἑωσφορικὴ ἰδέα ὅτι ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ καταφέρει μόνος του καὶ ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸν Θεό. «Ἀσφαλῶς καὶ τοὺς δαίμονες καὶ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο τοὺς συμφέρει πάρα πολύ, οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν πιστεύουν στὴν ὕπαρξή τους, νὰ μὴν τοὺς σκέφτονται, νὰ μὴν νοιώθουν ποτὲ τὴν ἐγγύτητά τους, ἐπειδὴ κάθε κρυφὸς καὶ ἄγνωστος ἐχθρὸς εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνος ἀπὸ τὸν φανερὸ καὶ ὁρατὸ ἐχθρὸ» (Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας)
Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑποκύψει σ’ αὐτὸν τὸν φοβερὸ πειρασμὸ τῆς ἀπιστίας, ἀλλὰ πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ ἀγωνίζεται πνευματικά, τότε ὁ διάβολος τὸν πολεμᾶ μὲ ἄλλη δοκιμασμένη καὶ μὲ πάμπολλες ἐπιτυχίες μέθοδο. Προσπαθεῖ νὰ τοῦ ἐνσπείρει τὸ σαράκι τοῦ ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς αὐτοδικαιώσεως. Νὰ τὸν κάνει νὰ νομίσει ὅτι κάτι εἶναι καὶ ὅτι κάτι κάνει, ὅτι δὲν εἶναι «ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων» (Λουκ. ιη’ 11). Ὁ ἄνθρωπος στὴν προκειμένη περίπτωση μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι προσκολλημένος στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ στὶς μέριμνες τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι ὅμως προσκολλημένος στὸ πνευματικὰ ἀρρωστημένο ἐγώ του. Μπορεῖ νὰ μὴ λατρεύει τὰ ποικίλα εἴδωλα τοῦ κόσμου τούτου, ἔχει ἀναγάγει ὅμως σὲ εἴδωλο τὸν ἴδιό του τὸν ἑαυτό, τὸν ὁποῖο λατρεύει μὲ ἰδιαίτερη ἱκανοποίηση.
Ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς γνωρίζει ἀπὸ τὴν προσωπική του πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ πετύχει μὲ τὶς δικές του φτωχικὲς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἔχει σαφὴ ἐπίγνωση τοῦ γεγονότος, ὅτι κάθε του τάλαντο, κάθε του ἀρετή, κάθε πνευματική του ἐπιτυχία, κάθε τὶ καλὸ στὴν ζωή του εἶναι δῶρο τῆς Χάριτος τοῦ Παναγάθου Θεοῦ καὶ σὲ καμία περίπτωση δικό του ἐπίτευγμα. «Ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν», μᾶς λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Κύριος, «λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ’ 10). Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς ποτὲ δὲν δικαιώνει τὸν ἑαυτό του, ποτὲ δὲν αὐτοανακηρύσσεται δίκαιος. Ἀντιθέτως, ἔχει συνέχεια πρὸ ὀφθαλμῶν τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ τὴν πνευματική του ἔνδεια καὶ ἀνεπάρκεια. Αἰσθάνεται ὡς ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, αὐτὸς ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἀνυψωθεῖ «ἕως τρίτου οὐρανοῦ», νὰ μεταφερθεῖ στὸν παράδεισο καὶ νὰ ἀκούσει «ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 2), μὲ πολλὴ ταπείνωση γράφει στὸν μαθητή του Ἀπόστολο Τιμόθεο «ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγὼ» (Α’ Τιμ. α’ 15).
Ὅποιος νομίζει ὅτι εἶναι ἀληθινὸς Χριστιανὸς χωρὶς νὰ ἔχει καλλιεργήσει τὴ θεμελιώδη ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως, ἐκλαμβάνει κάθε βῆμα στὴν πνευματική του ζωὴ ὡς προσωπική του ἐπιτυχία. Δημιουργεῖται ἔτσι μέσα του ἕνα ἔντονο συναίσθημα ἀσφαλείας, τὸ ὁποῖο συσκοτίζει ἐντελῶς τοὺς πνευματικούς του ὀφθαλμούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ βλέπει τὶς ἀρνητικὲς πλευρὲς τῆς πνευματικῆς του ζωῆς, παρὰ μόνο τὶς θετικές. Βασικὸ χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς τραγικῆς πνευματικῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ὑποκρισία, ὁ φαρισαϊσμός, ἡ προσκόλληση στοὺς τύπους τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὴν οὐσία. Ὁ μόνος τρόπος νὰ συνέλθει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ αὐτὴ τὴν τραγικὴ πνευματικὴ κατάσταση, εἶναι μιὰ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία, ποὺ θὰ πληγώσει τὸν διογκωμένο ἐγωϊσμό του. Ἐπιτρέπει, λοιπόν, ὁ Θεὸς τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἢ μιὰ μεγάλη δοκιμασία, γιὰ καθαρὰ παιδαγωγικοὺς λόγους. Ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὴν ἀρρωστημένη αὐτὴ πνευματικὴ κατάσταση, φτάνει βεβαίως ὁ ἄνθρωπος νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ μετανοήσει μὲ εἰλικρίνεια.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει συχνὰ ὡς παράδειγμα πρὸς ἀποφυγὴ τὸν περιούσιο ἰσραηλιτικὸ λαό. Ὁ λαὸς αὐτός, ποὺ ἐπελέγει ἀπὸ τὸν Πανάγαθο Θεό, γιὰ νὰ ἐπιτελέσει ἕναν ἰδιαιτέρως σημαντικὸ ρόλο στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καὶ στὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, φάνηκε ἀνάξιος τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, γιατὶ πίστεψε πὼς ἡ θεία ἐκλογὴ ἦταν ἀρκετή, γιὰ νὰ ἔχει συνεχῶς τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ πλειοψηφία τῶν Ἰσραηλιτῶν ὑπέκυπτε μὲ κάθε εὐκαιρία στὴν εἰδωλολατρεία, στὴν πορνεία καὶ σὲ κάθε ἄλλη ἁμαρτία, γιὰ νὰ φτάσει τελικὰ στὴν ὁριστικὴ ἀπόρριψη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τοῦ ἀναμενομένου Μεσσία. Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ ἀναγκάστηκαν νὰ στραφοῦν τελικὰ στὰ ἁμαρτωλὰ ἔθνη, ἀφοῦ ὁ παλαιὸς Ἰσραήλ, ἐγκλωβισμένος στὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὴν αὐτοδικαίωσή του, δὲν μπόρεσε στὴ μεγάλη του πλειοψηφία ν᾿ ἀναγνωρίσει Ἐκεῖνον, γιὰ τὸν Ὁποῖον εἶχαν μιλήσει τόσοι καὶ τόσοι Προφῆτες στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή.
Τὰ παθήματα τῶν Ἑβραίων ἀποτελοῦν τύπους γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐγράφησαν γιὰ δική μας νουθεσία, ὥστε νὰ μὴν ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς τὸν δικό τους δρόμο. Ὅλων μας ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἀσκητικὴ προσπάθεια ὑπόκειται στὸν πειρασμὸ τοῦ ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς αὐτοδικαιώσεως. Ὅλοι μας κινδυνεύουμε, ἀνὰ πᾶσα στιγμή, νὰ παρασυρθοῦμε στὸν δρόμο τοῦ φαρισαϊσμοῦ καὶ τῆς ὑποκρισίας. Ὁ μόνος τρόπος, γιὰ ν᾿ ἀποφύγουμε αὐτοὺς τοὺς θανασίμους γιὰ τὴν ψυχή μας κινδύνους, εἶναι ὁ δρόμος τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς μετανοίας, ἡ ἀληθινὴ ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς μας καταστάσεως, πράγμα ποὺ σημαίνει ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καὶ ταπεινὴ ὑποταγὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἐνεργήσει μέσα μας ἡ θεία Χάρις.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Τριμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 107 (2021), σ. 9-10)