π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: “ΕΙΣ ΑΡΤΟΣ, ΕΝ ΣΩΜΑ ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ ΕΣΜΕΝ· ΟΙ ΓΑΡ ΠΑΝΤΕΣ ΕΚ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΑΡΤΟΥ ΜΕΤΕΧΟΜΕΝ”
“ΕΙΣ ΑΡΤΟΣ, ΕΝ ΣΩΜΑ ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ ΕΣΜΕΝ· ΟΙ ΓΑΡ ΠΑΝΤΕΣ ΕΚ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΑΡΤΟΥ ΜΕΤΕΧΟΜΕΝ” (Α’ ΚΟΡ. Ι’ 17)
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μυστήριο. Εἶναι, ὅπως τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, “τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν”, τὸ ὁποῖον “νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ” (Κολ. α’ 26). Ὡς μυστήριο ποὺ εἶναι δὲν μπορεῖ νὰ ὁριστεῖ, γι᾿ αὐτὸ καὶ οὔτε στὴν Ἁγία Γραφὴ οὔτε στοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας συναντοῦμε ὁποιονδήποτε ὁρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Συναντοῦμε μόνο διάφορες εἰκόνες καὶ σύμβολα, μὲ τὰ ὁποῖα περιγράφεται κατὰ τὸ δυνατὸν ἡ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίαρχη θέση ἀνάμεσα στοὺς βιβλικοὺς καὶ πατερικοὺς προσδιορισμοὺς τῆς Ἐκκλησίας κατέχει ὁ χαρακτηρισμός της ὡς Σώματος Χριστοῦ, ἕνας χαρακτηρισμὸς ποὺ πρωτοχρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς δὲν ἀποτελεῖ μόνο μιὰ ἁπλὴ εἰκόνα, ὅπως ἡ εἰκόνα τῆς κιβωτοῦ ἢ τῆς ἀμπέλου, οὔτε μόνο ἕνα ἁπλὸ σύμβολο. Ἀποτελεῖ κάτι πολὺ περισσότερο, γιατὶ συνδέεται μὲ τὸ μέγα μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου.
Ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ὡς Σῶμα Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦμε μέλη μὲ κεφαλὴ τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ὄχι μόνο γιατὶ ἡ εἰκόνα τοῦ ζωντανοῦ σώματος, ἡ εἰκόνα τοῦ ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ μπορεῖ νὰ περιγράψει μὲ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ κυρίως γιατὶ εἶναι ὄντως τὸ ζωντανὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, παρατεινόμενο μέσα στοὺς αἰῶνες, παρατεινόμενο μέσα στὴν Ἱστορία τοῦ παρόντος κόσμου. Αὐτοῦ τοῦ ζωντανοῦ Σώματος γινόμαστε μέλη μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ παραμένουμε ζωντανὰ μέλη μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅταν τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία καὶ προσερχόμαστε στὸ κοινὸ ποτήριο τῆς Εὐχαριστίας, γιὰ νὰ μεταλάβουμε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, τότε ἡ Ἐκκλησία φανερώνεται στὸν μεγαλύτερο δυνατὸ βαθμὸ ὡς τὸ ζωντανὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀντιθέτως, ὅταν δὲν μετέχουμε τοῦ ποτηρίου τῆς Εὐχαριστίας, τότε παύουμε νὰ εἴμαστε ζωντανὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ καταντοῦμε νεκρὰ στὴν κυριολεξία μέλη.
Σὲ πεῖσμα ὅλων τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν τὸ μέγα Μυστήριο τῆς Θείας Εὐαριστίας, ἀλλὰ καὶ ὅλων ἐκείνων τῶν προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν, ποὺ βλέπουν στὴ Θεία Εὐχαριστία μιὰ ἁπλὴ συμβολικὴ πράξη, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὸ 10ο κεφάλαιο τῆς Α' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του, τονίζει μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια τὴν πραγματικότητα τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ στὴ Θεία Εὐχαριστία. “Τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; Τὸν ἄρτον ὃν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν;” (ι’ 16). Ὁ οἶνος μεταβάλλεται ὄντως μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ Αἷμα Χριστοῦ καὶ ὁ ἄρτος μεταβάλλεται ὄντως σὲ Σῶμα Χριστοῦ. Ὅταν προσερχόμαστε, λοιπόν, στὸ ποτήριο τῆς Εὐχαριστίας καὶ κοινωνοῦμε, δὲν κοινωνοῦμε ψωμὶ καὶ κρασί, ἀλλὰ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Κατὰ θεία συγκατάβαση διατηροῦνται τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, στὴν πραγματικότητα ὅμως λαμβάνουμε μέσα μας τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.
Ὁ τρόπος τῆς μεταβολῆς μᾶς εἶναι ἄγνωστος, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρξε πάντοτε ἀρνητικὴ στὴν προσπάθεια τῶν ρωμαιοκαθολικῶν θεολόγων νὰ δώσουν μιὰ λογικὴ ἑρμηνεία στὸ μέγα Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας μὲ τὴ θεωρία τους περὶ “μετουσιώσεως”. “Εἰ δὲ τὸν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται”, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, “ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διὰ Πνεύματος Ἁγίου, ὥσπερ καὶ ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου διὰ Πνεύματος Ἁγίου ἑαυτῷ καὶ ἐν ἑαυτῷ ὁ Κύριος σάρκα ὑπεστήσατο”. Ἂν ἐπιζητεῖς, δηλαδή, τὸν τρόπο τῆς μεταβολῆς, σοῦ ἀρκεῖ ν᾿ ἀκούσεις ὅτι γίνεται διὰ Πνεύματος Ἁγίου, ὅπως ἀκριβῶς διὰ Πνεύματος Ἁγίου ἔλαβε σάρκα ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἡ ἄγνοια τοῦ τρόπου τῆς μεταβολῆς, δὲν ἐπηρεάζει ἀσφαλῶς μὲ κανένα τρόπο τὴ βεβαιότητα τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς μεταβολῆς, οὔτε τὴ βεβαιότητά του, ὅτι κοινωνεῖ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ὅτι δηλαδὴ γίνεται ἕνα μὲ τὸν Χριστό, ὅτι γίνεται σύσσωμος καὶ σύναιμος Χριστοῦ.
Ἂν τοῦτο γίνει συνείδηση ὅλων μας, τότε σίγουρα πολλὰ θ᾿ ἀλλάξουν ὅσον ἀφορᾶ στὴ στάση μας ἀπέναντι στὸ φρικτὸ αὐτὸ Μυστήριο, ἀπέναντι στὴ Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, ἀποτελεῖ “φάρμακον ἀθανασίας”, ἀπέναντι στὴ Θεία Λειτουργία. Θὰ καταλάβουμε τότε πόσο ἀνόητο καὶ πόσο βλάσφημο εἶναι, ὅταν παραπλανοῦμε τὰ μικρὰ παιδιὰ λέγοντας τους ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι χρυσὸ πουλάκι, γλυκὸ ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανείς. Θὰ καταλάβουμε πόσο μικρόψυχο καὶ πόσο λανθασμένο εἶναι νὰ θεωροῦμε ὅτι τὸ νὰ μεταλαμβάνουν ὅλοι οἱ πιστοί, ὅσοι κι ἂν εἶναι, στὸ “Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης” ἀποτελεῖ ἄσκοπη παράταση τῆς Θείας Λειτουργίας. Θὰ καταλάβουμε, πρωτίστως καὶ κυρίως, γιατί ἡ Θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ πραγματικὴ συμμετοχή μας στὴν ζωὴ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ γιατί ἡ προσέλευσή μας στὴ Θεία Κοινωνία προϋποθέτει συνειδητὴ προετοιμασία, ὥστε ν’ ἀξιωνόμαστε νὰ κοινωνοῦμε “μὴ εἰς κρῖμα ἢ εἰς κατάκριμα”, ἀλλὰ “εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον”.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Τριμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 93 (2017), σ. 18-19)