π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: “ΠΑΝΤΑ ΧΟΡΗΓΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝ”
«Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον» -
Ὀλίγα τινὰ περὶ τοῦ Τρίτου Προσώπου
τῆς Ἁγίας Τριάδος
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς χαρακτηρίζεται ὡς ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι βεβαίως γιατὶ δὲν ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἡμέρα ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους, προϋπῆρχε στὴ βουλὴ καὶ τὴν πρόθεση τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη κτίση καὶ δημιουργία Του. Ἀναφέρεται σχετικὰ στὸν “Ποιμένα” τοῦ Ἑρμᾶ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία “πάντων πρώτη ἐκτίσθη· διὰ τοῦτο πρεσβυτέρα, καὶ διὰ ταύτην ὁ κόσμος κατηρτίσθη”. Ἡ ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας τοποθετεῖται στὴν πρώτη δημιουργία, τὴ δημιουργία τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, τοῦ κόσμου δηλαδὴ τῶν Ἀγγέλων. Ὡστόσο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀρχίζει μιὰ νέα περίοδος ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους ἀρχίζει ἡ ἱστορικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς γῆς ὡς τοῦ ζωντανοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ζεῖ μὲ τὰ χαρίσματα καὶ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁλόκληρο τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπέβλεπε ἀκριβῶς σ᾿ αὐτὴν τὴ στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ στιγμὴ τῆς ἐν εδει πυρίνων γλωσσῶν ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπὶ τοὺς Ἁγίους Μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους. Πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του ὁ Κύριος εἶχε πεῖ στοὺς Μαθητές Του, ὅτι τοὺς συμφέρει νὰ ἀπέλθει ὁ Ἴδιος, γιὰ νὰ πέμψει πρὸς αὐτοὺς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάληψή Του τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ φύγουν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ ἀναμένουν τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι λοιπὸν ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δὲν εἶναι μονάχα ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ταυτοχρόνως καὶ ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Δευτέρα μετὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ ἑβδομάδα ποὺ ἀκολουθεῖ, εἶναι ἀφιερωμένες στὸ Πανάγιον καὶ Ζωοποιὸν Πνεῦμα. Ἀναφέρεται στὸ Συναξάριο τῆς Δευτέρας μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὅτι ἑορτάζουμε “αὐτὸ τὸ πανάγιον καὶ ζωοποιὸν καὶ παντοδύναμον Πνεῦμα, τὸν ἕνα τῆς Τριάδος Θεόν, τὸ ὁμότιμον καὶ ὁμοούσιον καὶ ὁμόδοξον τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ”.
Ὅταν ἀπαγγέλλουμε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε “εἰς ἕνα Θεόν”. Ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ὅμως, στὸν Ὁποῖον πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, δὲν εἶναι οὔτε τὸ ἀκίνητον Ἓν τοῦ Ἀριστοτέλη οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη φιλοσοφικὴ ἔννοια ὑπερβατικοῦ Ἀπολύτου, ἀλλὰ εἶναι κοινωνία Προσώπων, Θεὸς Τριαδικός. Χωρὶς σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τρεῖς θεούς, ἀφοῦ τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ὁμοούσια, ἔχουν δηλαδὴ μία καὶ τὴν αὐτὴ οὐσία, μιλοῦμε ὡστόσο γιὰ τρία Πρόσωπα, γιὰ Θεὸν Πατέρα, Θεὸν Υἱὸν καὶ Θεὸν Ἅγιον Πνεῦμα. Τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἀποτελοῦν τρόπους φανερώσεως τοῦ ἑνὸς Θεοῦ στὴν Ἱστορία, ὅπως ἐσφαλμένα ἰσχυριζόταν ὁ αἱρετικὸς Σαβέλλιος, ἀλλὰ ἀποτελοῦν ἰδιαίτερες Ὑποστάσεις, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ Μονάδα ἐν Τριάδι καὶ γιὰ Τριάδα ἐν Μονάδι. Ὁ Θεός, στὸν Ὁποῖον πιστεύουμε, εἶναι Ἕνας κατὰ τὴν οὐσία ἢ τὴ φύση καὶ Τριαδικὸς κατὰ τὰ Πρόσωπα ἢ τὶς Ὑποστάσεις.
Τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν, ὅπως εἴδαμε, μία καὶ τὴν αὐτὴ οὐσία. Ἐπίσης οἱ ἐνέργειές τους εἶναι κοινές. Ὅμως διακρίνονται μεταξύ τους ἀπὸ ἕνα ἰδιαίτερο γνώρισμα, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται στὴ θεολογικὴ γλώσσα προσωπικὸ ἢ ὑποστατικὸ ἰδίωμα καὶ τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴ μεταξύ τους σχέση. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος γεννᾶ προαιωνίως καὶ ἀϊδίως τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει προαιωνίως καὶ ἀϊδίως τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὄντας ἡ πηγὴ τῆς θεότητος, ὁ Θεὸς Υἱὸς εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος γεννᾶται προαιωνίως καὶ ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο τὸ Ὁποῖο ἐκπορεύεται προαιωνίως καὶ ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα. Τὸ προσωπικὸ ἢ ὑποστατικὸ ἰδίωμα τοῦ Πατρὸς εἶναι ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀγεννησία, τοῦ Υἱοῦ ἡ ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννηση καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπόρευση. Αὐτὴν τὴ σχέση τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀνατρέπει ἐντελῶς ἡ παπικὴ διδασκαλία περὶ τοῦ filioque, ἡ διδασκαλία δηλαδὴ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, μιὰ διδασκαλία ποὺ εἰσήγαγαν οἱ Παπικοὶ καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Μ᾿ αὐτὴν τὴ διδασκαλία ἀνατρέπεται οὐσιαστικὰ ἡ ἰσορροπία στὶς σχέσεις τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ τὸ ὑποστατικὸ ἰδίωμα τοῦ Πατρὸς ἀποδίδεται καὶ στὸν Υἱό, ἐνῶ ὑποτιμᾶται σαφῶς τὸ Τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ σχέση μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἀφοῦ Πατὴρ καὶ Υἱὸς ἔχουν κάτι κοινὸ μεταξύ τους ποὺ δὲν τὸ ἔχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους ὡς ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι Ἐκεῖνο ποὺ συγκροτεῖ ὁλόκληρο τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τονίζεται σ᾿ ἕνα ἰδιαίτερα γνωστὸ στιχηρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πήραμε καὶ τὸν τίτλο αὐτοῦ τοῦ κειμένου. Χωρὶς τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ χωρὶς τὰ χαρίσματά Του δὲν μπορεῖ οὔτε Ἐκκλησία νὰ ὑπάρξει, οὔτε Μυστήρια νὰ τελεστοῦν, οὔτε ὁμολογία πίστεως νὰ γίνει, οὔτε ἁγιότητα βίου νὰ ἐπιτευχθεῖ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο τὸ Ὁποῖο μίλησε καὶ συνεχιζει νὰ μιλᾶ διὰ τῶν Προφητῶν, Ἐκεῖνο τὸ Ὁποῖο χαριτώνει καὶ φωτίζει τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους, τελειοῖ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὰ Μυστήρια ποὺ τελοῦνται ἀπὸ αὐτούς, μεταβάλλει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ γινόμαστε σύσσωμοι καὶ σύναιμοι Χριστοῦ. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν παπικὴ ἐκκλησία, πού, ὅπως εἴδαμε, ὑποβάθμισε σαφῶς τὴ θέση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καθόλου ἐκκλησιαστικὴ ζωή, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὰ πάντα συντελοῦνται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ πάντα ἐπιτυγχάνονται μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κλείνοντας αὐτὴν τὴ σύντομη ἀναφορά μας στὸ Τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ὁλόκληρη ἡ ζωὴ καὶ ὁλόκληρος ὁ πνευματικὸς ἀγώνας τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ ἀποσκοπεῖ στὸ ν᾿ ἀποκτήσει τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὸ νὰ γίνει δοχεῖο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἀποσκοπεῖ σὲ τελευταία ἀνάλυση στὸ νὰ καταστήσει τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς διαρκὲς βίωμα στὴ ζωή του.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 18 (2004), σ. 6-7)