π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ THΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ THΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἶναι, ὅπως λέμε στὴ γλώσσα τῆς θεολογίας, ἕνας θεανθρώπινος ὀργανισμός. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι οὔτε μόνο θεῖος οὔτε μόνο ἀνθρώπινος ὀργανισμός, ἀλλὰ τὸ συναμφότερον, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Kύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος, εἶναι δηλαδὴ τέλειος Θεὸς καὶ ταυτοχρόνως τέλειος ἄνθρωπος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας θεῖος ὀργανισμός, γιατὶ ἀποτελεῖ τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἔχει κεφαλή της τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ζεῖ μὲ τὰ χαρίσματα καὶ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν ψυχή της. Εἶναι ὅμως ταυτοχρόνως καὶ ἕνας ἀνθρώπινος ὀργανισμός, γιατὶ ἀποτελεῖ μιὰ συγκεκριμένη ἱστορικὴ κοινότητα ἀποτελούμενη ἀπὸ ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται μὲ τὰ μέσα ποὺ αὐτὴ τοὺς παρέχει γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία τους. Ὡς ἀνθρώπινος ὀργανισμὸς καὶ ὡς ἱστορικὴ κοινότητα ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεσμικὸ χαρακτήρα καὶ διαθέτει τὴ δική της ἱεραρχικὴ δομή. Αὐτὴ ἡ ἱεραρχικὴ δομὴ συνδέεται μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, ἕνα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ μὲ τὸν θεσμὸ τῶν ἐπισκόπων.
Ἐνῶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὅπως ἀναφέραμε, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ οἰκεῖος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος εἶναι “εἰς τόπον” Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ “εἰς τύπον” Χριστοῦ. Τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα εἶναι τόσο ἀναγκαῖο στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, “ὥστε χωρὶς αὐτοῦ μὴ δύνασθαι μήτε Ἐκκλησίαν μήτε χριστιανόν τινα ἢ εἶναι ἢ ὅλως λέγεσθαι” (Ὁμολογία Πίστεως Δοσιθέου Ἱεροσολύμων). Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν πνευματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας τῆς ἐπισκοπῆς του κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ καλοῦ ποιμένος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν διδάσκαλος τοῦ ποιμνίου του, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νὰ ὀρθοτομεῖ “τὸν λόγον τῆς ἀληθείας”. Ὅλοι οἱ πιστοί, κλῆρος καὶ λαός, ἔχουν ἢ πρέπει νὰ ἔχουν τὴν ἀναφορά τους στὸν ἐπίσκοπό τους. Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, κατὰ ταῦτα, προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴν πράττουν τίποτε χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου τους· “ἀναγκαῖον οὖν ἐστίν, … ἄνευ τοῦ ἐπισκόπου μηδὲν πράσσειν ὑμᾶς” (Τραλλ. 2,2). Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς Καρχηδόνος, ἐξάλλου, διατυπώνει τὸ ἀξίωμα: “ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ ἡ ἐκκλησία”, καὶ προσθέτει ὅτι ἐὰν κάποιος δὲν τελεῖ ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν ἐπίσκοπό του, αὐτὸς δὲν εὑρίσκεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.
Παράλληλα μὲ τὸν τόσο σημαντικὸ θεσμὸ τοῦ ἐπισκόπου, ὑπάρχουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἄλλοι δύο βαθμοὶ ἱερωσύνης: ὁ τοῦ πρεσβυτέρου καὶ ὁ τοῦ διακόνου. Ὁ πρεσβύτερος, ὁ ἱερέας δηλαδή, ἐπιτελεῖ κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἐπισκόπου του καὶ ἐξ ὀνόματός του ὅλα τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς τῆς χειροτονίας. Χειροτονία μπορεῖ νὰ κάνει μόνο ὁ ἐπίσκοπος. Ὁ ἱερέας ἐπίσης δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἐγκαίνια ναοῦ καὶ νὰ καθαγιάσει ἅγιο μύρο. Εἶναι παράλληλα ὁ πνευματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας τῆς ἐνορίας του. Νὰ σημειώσουμε, ὡστόσο, ἐν προκειμένῳ ὅτι τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱερεῖς, παρὰ μόνο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν εἰδικὴ ἄδεια καὶ εἰδικὴ εὐλογία ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό τους. Ὁ διάκονος εἶναι βοηθὸς τοῦ ἐπισκόπου ἢ τοῦ πρεσβυτέρου κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων καὶ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν, καθὼς ἐπίσης καὶ βοηθὸς στὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἕνα μέγα καὶ φοβερὸ μυστήριο. Ὁἱερέας, ὅπως τονίζει ὁἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναλαμβάνει διακονία μεγαλύτερη ἀπὸἐκείνη τῶν ἁγίων ἀγγέλων, λαμβάνει ἐξουσία, “ἣν οὔτε ἀγγέλοις, οὔτε ἀρχαγγέλοις ἔδωκεν ὁ Θεός”. Ἡ ἱερωσύνη, κατὰ τὸν ἴδιο ἐκκλησιαστικὸ Πατέρα, “τελεῖται μὲν ἐπὶ τῆς γῆς, τάξιν δὲἐπουρανίων ἔχει ταγμάτων”. Κι ὅλ’ αὐτὰ ὀφείλονται ὄχι στὴν προσωπικὴ ἀξία τοῦ ἱερέα, ἀλλὰ στὴ θεία χάρη, ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς εὐχῆς τῆς χειροτονίας, θεραπεύει τὰἀσθενῆ καὶἀναπληροῖ τὰἐλλείποντα. Ὁ ἱερέας ἀξιώνεται νὰἐπικαλεῖται τὴ χάρη τοῦ Παναγίου καὶ Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, γιὰ νὰ τελεῖ τὰἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀξιώνεται νὰ ἀναγεννᾶ τοὺς ἀνθρώπους στὴ νέα ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Ἀξιώνεται νὰ ἐπιτελεῖ τὸ φοβερὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τὴν ἀναίμακτη θυσία, δίνοντας στοὺς πιστοὺς τὴ δυνατότητα νὰ γίνονται σύσσωμοι καὶ σύναιμοι Χριστοῦ καὶ νὰ παραμένουν ζωντανὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀξιώνεται ἀκόμη νὰ κηρύσσει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, νὰ διαποιμαίνει τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνεται πνευματικὸς ὁδηγὸς καὶ θεραπευτὴς ψυχῶν διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐξομολογήσεως καὶ νὰ προετοιμάζει πολίτες γιὰ τὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶναι κοινωνία δυνάμει ἁγίων, γιατὶ ὅλοι μας ἀγωνιζόμαστε νὰ καταστοῦμε ἅγιοι μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ποτὲ ὅμως δὲν κινήθηκε ἡ Ἐκκλησία μας στὴ λογικὴ ὅτι ἀποτελεῖ ἕναν σύλλογο δεδικαιωμένων ἢ σεσωσμένων ἀνθρώπων. Ἀντιθέτως, πάντοτε εἶχε σαφὴ συνείδηση ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους ἁμαρτωλοὺς ποὺ ἀγωνίζονται ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἐξάλλου, κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ Ἐκκλησία εἶναι κατ’ οὐσίαν ἕνα θεραπευτήριο ψυχῶν, ἕνα πνευματικὸ νοσοκομεῖο, στὸ ὁποῖο εἰσέρχεται ὁ τετραυματισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Ὅπως ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ κληρικοὶ (ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι) εἶναι ἄνθρωποι ἁμαρτωλοὶ ποὺ ἀγωνίζονται ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἀσφαλῶς καὶ ὀφείλουν οἱ κληρικοὶ ν’ ἀποτελοῦν, κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, πρότυπο γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀσφαλῶς καὶ ἀπαιτεῖται οἱ κληρικοὶ νὰ εἶναι καθαροὶ ἀπὸ σοβαρὲς θανάσιμες ἁμαρτίες, δὲν παύουν ὅμως νὰ εἶναι ἄνθρωποι ἀδύναμοι καὶ ἁμαρτωλοί, ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴ σωτηρία τους. Σ’ αὐτούς, ὡστόσο, ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἐνεπιστεύθη τὸ φοβερὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Δὲν πρέπει λοιπὸν οἱ πιστοὶ νὰ σκανδαλίζονται ὅταν διαπιστώνουν ὅτι καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν τὶς ἀδυναμίες τους καὶ τὰ ἐλαττώματά τους, οὔτε ἀκόμη καὶ ὅταν λόγῳ σοβαρῶν παρεκτροπῶν κάποιοι κληρικοὶ καθαιροῦνται. Ἀντιθέτως, πρέπει νὰ διακρίνουν τὴν Ἐκκλησία ὡς τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ διακονοῦν στὸ ἔργο της. Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς, ἀλλὰ ὁ Κύριός μας Ἰησοὺς Χριστὸς καὶ ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ στὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Γιὰ νὰ μὴ δημιουργοῦνται δὲ ἀμφιβολίες στοὺς πιστοὺς λόγῳ αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, ἡ Ἐκκλησία μας μὲ πολλὴ σοφία κατέστησε σαφές, ὅτι τὰ ἱερὰ μυστήρια ἐνεργοῦνται βάσει τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης μὲ τὴ θεία χάρη καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ καθαρότητος ἢ ἁγιότητος τοῦ κάθε λειτουργοῦ. Ὅταν λοιπὸν κοινωνοῦμε ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς ἱερέα, κοινωνοῦμε τὸν ἴδιο Χριστό, εἴτε ὁ ἱερέας εἶναι σὲ μέτρα ἁγιότητος εἴτε εἶναι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύναμος. Τὸ ἴδιο δὲ συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ μυστήρια καὶ ὅλες τὶς ἁγιαστικὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 75 (2013), σ. 12-13)