π. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΣΚΡΕΤΤΑ: ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΤΕΛΕΣΕΩΣ ΑΥΤΩΝ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΤΕΛΕΣΕΩΣ ΑΥΤΩΝ
ΑΡΧΙΜ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΣΚΡΕΤΤΑ
Ἡ πατερικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι πλουσιότατη σὲ ἀναφορὲς περὶ τὸν θάνατο, ἢ καλύτερα τὴν κοίμηση, τῶν χριστιανῶν, περὶ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν μετοχὴ σὲ αὐτὴν τῶν πιστευόντων, περὶ τὰ τελούμενα ὑπὲρ τῶν ἀπερχομένων ἀδελφῶν, καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὴ φροντίδα τῶν τιμίων σκηνωμάτων, καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὴ μέριμνα γιὰ τὴ συγχώρηση, τὴν ἀνάπαυση καὶ τὴ σωτηρία τῶν τιμίων ψυχῶν τους.
Ὁ ἄνθρωπος ἀκροβατεῖ διὰ βίου ἀνάμεσα στὴν τρεπτότητα τοῦ φθαρτοῦ φυράματός του καὶ στὴν αἰώνια προοπτικὴ τῆς θεϊκὰ πλασμένης ὑπάρξεώς του. Ζεῖ στὸ μεταίχμιο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀφθαρσίας, στὸ μεθόριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, στὸ ὅριο τοῦ εὐτελοῦς καὶ τοῦ ἀνεφίκτου. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης διαζωγραφεῖ χαρακτηριστικὰ τὶς ἀντιθέσεις αὐτὲς τοῦ δισύνθετου λογικοῦ πλάσματος1.
Σκοπὸς τῶν προσευχῶν καὶ τῶν μνημοσύνων ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων εἶναι νὰ τύχουν φιλανθρωπίας2 παρὰ Θεοῦ, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ μετοχή τους στὴν προσδοκώμενη ἀνάσταση, στὴν ὑπέρβαση τοῦ φθοροποιοῦ ἀφανισμοῦ, στὸν ζωοποιὸ «καινισμόν»3, στὴν ἐπὶ τὰ κρείττονα μετάβαση, στὴν ἀναγωγὴ στὴν ἀφθαρσία καὶ τὴ θέα τοῦ Θεοῦ4.
Στήν, περὶ τῶν κεκοιμημένων καὶ τῶν ὑπὲρ αὐτῶν φροντίδων τῆς Ἐκκλη-σίας, γραμματεία διαχρονικά, ὡς σπουδαιότερα θεολογικολειτουργικὰ κείμενα, θεωρήθηκαν α) τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφάλαιον Ζ΄. Περὶ τῶν ἐπὶ τοῖς κεκοιμημένοις τελουμένων5, β) τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περὶ τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων. Ὅπως αἱ ὑπὲρ αὐτῶν γινόμεναι λειτουργίαι καὶ εὐποιΐαι τούτους ὀνίνησιν6 καὶ γ) τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ τοῦ τέλους ἡμῶν καὶ τῆς ἱερᾶς τάξεως τῆς κηδείας καὶ τῶν κατ’ ἔθος ὑπὲρ μνήμης γινομένων. Διάλογος, κεφάλαια ΤΝΘ΄, ΤΞ΄-ΤΟΓ΄7.
Στὰ θεοφώτιστα αὐτὰ κείμενα τῶν τριῶν ἁγίων διαζωγραφεῖται ἐναρ-γέστατα καὶ καταγράφεται καιριότατα ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ ζωή, τὸν θάνατο, τὴν ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων, ἀλλὰ καὶ περιγράφεται λεπτομερῶς ἡ λειτουργικὴ πράξη τῆς φροντίδας τῶν ζώντων ἀκόμη ὑπὲρ τῶν κοιμηθέντων. Θεολογία καὶ λειτουργικὴ πράξη συμπορεύονται καὶ συνυπάρχουν, καθὼς ἡ πρώτη ἐμποτίζει καὶ νοηματοδοτεῖ τὸ πρακτικὸ βίωμα, ἐνῶ ἡ δεύτερη παροντοποιεῖ ρεαλιστικὰ τὶς χαρισματικὲς πτήσεις τῶν θεολογικῶν ἀναλύσεων, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώνεται καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ «συναμφότερον» τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ἐκκλησία δηλαδὴ μυσταγωγεῖ τοὺς πιστοὺς ὄχι μόνο κατὰ τὴ γέννηση, τὴ βαπτισματικὴ ἀναγέννηση, τὸν μυστηριακὸ ἁγιασμό, τὴ θεοποιὸ εὐχαριστιακὴ μετουσία, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου, καθὼς γιὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο ἡ ζωὴ εἶναι σπουδὴ στὸν ἐπερχόμενο θάνατο καὶ ὁ θάνατος εἶναι σπουδὴ στὴν προσδοκώμενη ἀναστάσιμη ζωή.
Ὅπως ὅλα τὰ λειτουργικὰ πράγματα, τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρά, τὰ συνέχει «τάξις καὶ εὐσχημοσύνη», ἔτσι καὶ τὸ ζήτημα τῶν μνημοσύνων (τῶν τρίτων, τῶν ἐνάτων, τῶν τεσσαρακοστῶν, τῶν ἐτησίων κ.λπ.) μὲ σοφία καὶ γνώση καὶ σύνεση τακτοποιήθηκε, ἀπὸ τοὺς πατέρες καὶ τὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς πρὸς τὸν πρέποντα τρόπο καὶ ὡς πρὸς τὸν προσιδιάζοντα χρόνο ἐπιτελέσεώς τους.
Ἐκτὸς λοιπὸν τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς νηστείας καὶ τῆς γονυκλισίας, ὡς σημείων πένθους, δουλικότητας καὶ κατηφείας, ἀπὸ τὴν ἀναστάσιμη δεσποτικὴ Κυριακή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε πασχάλια καὶ ἑορτάσιμη εὐχαριστιακὴ σύναξη τῶν μειζόνων Δεσποτοθεομητορικῶν ἑορτῶν, πολὺ περισσότερο ἡ λειτουργικὴ αὐτὴ ἀπαγόρευση ἐκτείνεται στὴν ἐπιτέλεση πενθικῶν καὶ νεκρικῶν μνημῶν ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων χριστιανῶν, τῶν κοινῶς δηλαδὴ καλουμένων μνημοσύνων.
Οἱ πατέρες, ἡ πολυχρόνια ἀπαραχάρακτη λειτουργικὴ παράδοση καὶ ἰδιαίτερα οἱ ἐπὶ τοῦ ζητήματος, ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, ὑπέρμαχοί της ἅγιοι ἡσυχαστὲς καὶ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες καταγράφουν πλούσια καὶ ἐξιδιασμένη περὶ τὰ νεκρικὰ μνημόσυνα ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξ ἐπόψεως θεολογικῆς καὶ λειτουργικῆς σχέση τους μὲ τὴν Κυριακή, τὴν ἀναστάσιμη καὶ κοσμοχαρμόσυνη ἡμέρα τοῦ Κυρίου, καθὼς καὶ μὲ τὶς ἐξέχουσες ἡμέρες τῶν Δεσποτοθεομητορικῶν ἑορτῶν ἢ τῶν ἑορτασίμων περιόδων. Ὅπως τὸ κάθε παραμικρὸ πράγμα, ἀπὸ τὰ τελούμενα στὴ θεία λατρεία, ἔχει βαρύνουσα σημασία γιὰ τὴν τάξη καὶ εὐσχημοσύνη της, ἔτσι καὶ ἡ τάξη τῶν μνημοσύνων δὲν εἶναι «ἕνα μικρὸν τίποτας καὶ οὐδὲν» γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ8. Εἶναι σεβάσμια τάξη αἰώνων καὶ ὄχι ἀμελητέα ὑπόθεση.
Μέσα στὴ δίνη τῆς περὶ τῶν μνημοσύνων ἔριδας, κατὰ τὸν ιη΄ αἰώνα στὸ Ἅγιον Ὄρος, οἱ φιλοκαλικοὶ πατέρες, ἀντιμετωπίζοντας τὶς φανατικὲς παρεμβάσεις τῶν ἀντιφρονούντων, ἐπὶ τῷ σκοπῷ νὰ ἐπικρατήσει ἡ δυνατότητα ἐπιτέλεσης τῶν νεκρικῶν μνημῶν καὶ κατὰ τὴν ἀναστάσιμη δεσποτικὴ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, προβάλλουν τὸ μέγεθος τῆς ἀσχημοσύνης τῆς κυριακάτικης νεκρολογίας9. Ἔτσι τοὺς θεωροῦν ὑπευθύνους γιὰ τὴν «ἀσχημία τῆς ἐν τῇ Κυριακῇ θρηνῳδίας»10 καὶ τοὺς ἐγκαλοῦν ὅτι «τὴν μὲν ἀταξίαν τάξιν, τὴν δὲ παράβασιν συνήθειαν ἐκατέστησαν»11.
Τὴν εὐταξία ἢ τὴν ἀταξία στὰ θεῖα λειτουργικὰ πράγματα οἱ Κολλυβάδες πατέρες τὶς ἀντιστοιχίζουν μὲ τὴν ὑγεία ἢ τὴ νόσο τοῦ πνευματικοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ βέβαια θεωροῦν γιὰ τοὺς πολεμίους τους λειτουργικὸ παραλογισμὸ καὶ ἀνατρεπτικὴ ἀνακολουθία τὸ νὰ ὀνομάζουν μὲν «ἀταξίαν τὰ τῆς Κυριακῆς μνημόσυνα, κακὸν δὲ μὴ εἶναι τὴν ἀταξίαν ταύτην νομίζοντες»12. Ἡ ἐπισήμανση τοῦ κακῶς γινομένου εἶναι ἀνάγκη νὰ ὁδηγεῖ στὴ θεραπεία του καὶ ὄχι στὴν καταδίκη ἐκείνου ποὺ τὸ φανερώνει13. Ἡ ἔνσταση λοιπὸν τῶν πατέρων ἦταν ὅτι ἡ διδασκαλία τους ἑδραζόταν ἀπολύτως στὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἐξάλλου τὰ κείμενα καὶ τὰ τεκμήρια διαποτίζουν τὶς ἀναλύσεις τους, καὶ οὐδέποτε σὲ κάποιες τυχὸν φανατικὲς ἰδιογνωμίες τους, ὅπως οἱ ἀντίπαλοι τοὺς συκοφαντοῦσαν14.
Οἱ πολέμιοι τῶν φιλοκαλικῶν δὲν κατενόησαν τὴν εὐαισθησία τῶν πατέρων γιὰ τὴν ἐξέχουσα τιμὴ καὶ τὶς χαρμόσυνες προνομίες τῆς «ἀναστασίμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡμέρας»15, ποὺ ἀποτελεῖ λειτουργικὴ ἑβδοματικὴ ἀνακύκληση τοῦ Πάσχα, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων μεγάλων ἑορτῶν, οἱ ὁποῖες δὲν ἀποδέχονται τὴ νηστεία, τὴ γονυκλισία καὶ τὰ πενθικὰ μνημόσυνα16. Ἔτσι ὁδηγήθηκαν σὲ μιὰ πρωτοφανὴ λειτουργικὴ ἀνατροπὴ καὶ ζητοῦσαν, ἀφορμώμενοι περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀνάγκη διευθέτησης μιᾶς πρακτικῆς δυσκολίας τῶν Ἁγιαννανιτῶν καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ συνειδητοποίηση ὅτι εἶναι πράγμα σύμφωνο μὲ τὴν ὀρθόδοξη λειτουργικὴ παράδοση, νὰ τελοῦνται τὰ πενθικὰ μνημόσυνα καὶ κατὰ τὴν ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν Κυριακή. Βέβαια, ἀκόμη καὶ τότε ἐν τῷ μέσῳ τῆς περὶ τῶν μνημοσύνων ἔριδος, κανεὶς δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐπεκτείνει τὴν τέλεσή τους σὲ Δεσποτικές, Θεομητορικὲς ἢ ἐξεχόντων ἁγίων ἑορτές, ὅπως σήμερα δυστυχῶς τείνει νὰ τολμηθεῖ, ἀφοῦ πλέον ἐξασφαλίσθηκε σχεδὸν πλήρως στὶς κατὰ κόσμον ἐνορίες ἡ «πτώση τοῦ κάστρου» τῆς ἀναστασίμου Κυριακῆς.
Οἱ Κολλυβάδες δὲν ἐδικαίωναν ἑαυτοὺς ὡς ἀλαθήτους, ὅμως «ζήλῳ τῆς ἁγίας παραδόσεως κινούμενοι» τόλμησαν νὰ μιλήσουν, νὰ γράψουν καὶ νὰ ὁμολογήσουν, παρὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὴν περιφρόνηση, πρῶτον διότι ἐτολμήθη ἡ καινοτομία καὶ δεύτερον ἐπειδὴ διὰ θεσπίσματος ὑπῆρξε σπουδὴ νὰ καταστεῖ κοινὴ καὶ καθολική17. Κατὰ τὸν Ἀθανάσιο Πάριο, ἡ νεκρολογία τῆς ἀναστασίμου Κυριακῆς ὑπῆρξε μία ἐξ ἀνάγκης καὶ συγκυριῶν λειτουργικὴ καινοφανὴς καινοτομία τῶν Ἁγιαννανιτῶν, ἀλλὰ καὶ τὸ κακὸ ἀποτέλεσμα τῆς ραθυμίας καὶ τῆς ματαιοδοξίας ἐνίων ἀρχόντων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖοι δὲν ἤθελαν νὰ ἐκκλησιάζονται καὶ τὸ Σάββατο τελοῦντες εὐλαβικὰ τὰ συγγενικά τους μνημόσυνα κατὰ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ προτιμοῦσαν τὸ πολυπληθὲς ἐκκλησίασμα τῶν Κυριακῶν γιὰ τὴν κενόδοξη προβολή τους18. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ χορεία τῶν φιλοκαλικῶν ἀδυνατοῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴ δυνατότητα τὰ ἐξ ἀνάγκης καὶ ἄκρας οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεως γινόμενα νὰ ἀναχθοῦν αὐθαίρετα σὲ κοινὴ παράδοση καὶ νόμο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς λατρείας της.
Κατὰ τὰ τεκμήρια τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσεως καὶ σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν φιλοκαλικῶν, τὰ μνημόσυνα ἀποβάλλονται ἀπὸ τὶς χαρμόσυνες πανηγύρεις, τὶς ἑορτάσιμες περιόδους (κατὰ τὶς ὁποῖες, σύμφωνα μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ φράση τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «ἡ Ἐκκλησία κλείει τὰ κοιμητήρια») καὶ τὴ δεσποτικὴ ἀναστάσιμη Κυριακή19, διότι:
1) Οἱ νεκρικὲς μνῆμες ἔχουν πένθος. Ἄρα εἶναι παράλογη ἡ νεκρολογία κατὰ τὴν χαρμόσυνη καὶ ἀναστάσιμη Κυριακή. Ἡ Ἐκκλησία συγκατέμιξε τὸ πένθος μὲ τὴν ἀναστάσιμη προσδοκία. Δὲν νεκρολόγησε ὅμως ποτὲ τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς Δεσποτοθεομητορικὲς ἑορτές.
2) Ἡ διδασκαλία τῆς ἀπαγορεύσεως τῶν πενθικῶν ἀπὸ τὶς ἡμέρες αὐτὲς δὲν εἶναι νεοφανὲς ἐφεύρημα τῶν φιλοκαλικῶν, ἀλλὰ παράδοση τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν τέθηκε δηλαδὴ ποτὲ ἐν ἀμφιβόλῳ, μέχρι τὸν ιη΄ αἰώνα (1754), ἡ μὴ τέλεση μνημοσύνων κατὰ τὶς δεσποτικὲς ἑορτὲς καὶ τὴν Κυριακή. Πουθενὰ καὶ ποτὲ δὲν τελοῦσαν τὶς Κυριακὲς μνημόσυνα στὸ Ἅγιον Ὄρος. Σύγχρονη τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων ἐμφανίσθηκε ἡ καινοτομία τῆς Ἁγιαννανίτικης Σκήτης καὶ τῆς Κωνσταντινουπολίτικης συνήθειας. Τὸ Ἅγιον Ὄρος διαχρονικὰ στάθηκε ἡ κοιτίδα τοῦ ἀπαραχαράκτου τῆς θείας λατρείας καὶ τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μαρτυρεῖ ἀπλανῶς περὶ «τῶν πρακτέων ἢ μὴ πρακτέων» ἀκόμη καὶ στὴν προστρέχουσα ἐνίοτε σ᾽ αὐτὸ Μεγάλη Ἐκκλησία20. Ἡ ἔνσταση λοιπὸν τῶν Κολλυβάδων ὑπὲρ τῆς ἀξίας τοῦ τυπικοῦ τῆς λατρείας, τὴν ὁποία λιπαρῶς ἐβίωναν, ἀγαποῦσαν καὶ σπούδαζαν, ἦταν δικαιολογημένα αὐστηρή, ἐπειδὴ αὐτὸ κατὰ τὴ διδασκαλία τους περιφυλάσσει τὴν τάξη, τὴν εὐπρέπεια, τὴν εὐσχημοσύνη καὶ τελικὰ αὐτὴ τὴν οὐσία της21.
3) Τὸ Σάββατο, κατὰ τὴν παράδοση τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἡμέρα τῶν μνημοσύνων τῶν κεκοιμημένων πιστῶν. Ἡ κοινὴ πράξη τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, τὰ Τυπικὰ τῶν μονῶν, τὰ λειτουργικὰ βιβλία καὶ ὁ τύπος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας θέλουν Σάββατο ἐπιτελούμενα τὰ μνημόσυνα22, καθὼς στὸ Σάββατο κυρίως προσιδιάζουν τὰ νεκρώσιμα23. Ἐξέχουσες ἡμέρες ἐπιτελέσεως κοινῶν μνημοσύνων τῶν χριστιανῶν εἶναι τά «Ψυχοσάββατα». «Ψυχοκυριακές» δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας.
4) Ἀπὸ τὴν ἐξέχουσα αὐτὴ δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἀναστάσιμη Κυρια-κή, καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες μείζονες ἑορτὲς τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκλείονται καὶ ἀποπέμπονται τὰ νεκρικὰ μνημόσυνα, «ὡς αἴτια καὶ πρόξενα πένθους καὶ κατηφείας»24. Ἀποτελεῖ πραγματικὴ λειτουργικὴ ἀνατροπὴ ἡ συνύπαρξη δεσποτικῆς χαρμοσύνης καὶ πενθικῆς νεκρολογίας.
5) Σύμφωνα, ἰδιαίτερα, μὲ τὴν πλούσια καὶ ἀναλυτικὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων πατέρων περὶ τῶν μνημοσύνων, εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνουν καίριες διαφοροποιήσεις ἀνάμεσα, ἀφ’ ἑνὸς στὶς αἰτήσεις τῆς θείας λειτουργίας καὶ τὴν ἐξαγωγὴ μερίδων ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων στὴν ἁγία προσκομιδή, καὶ ἀφ’ ἑτέρου στὰ καθαυτὸ νεκρικὰ μνημόσυνα25. Οἱ φιλοκαλικοὶ διὰ πληθωρικῶν ἀναφορῶν προσδιόρισαν μὲ ὁρισμοὺς λειτουργικοὺς ποιὰ εἶναι τὰ ἀπαγορευμένα μνημόσυνα ἀπὸ τὴν ἀναστάσιμη Κυριακὴ καὶ ἐξήγησαν μὲ σαφήνεια τὴ διαφορά τους ἀπὸ τὶς ἁπλὲς μνημονεύσεις τῶν κεκοιμημένων πιστῶν ἢ τὶς ἑορταστικὲς μνῆμες τῶν ἁγίων. Διαφοροποιητικὸ στοιχεῖο γιὰ τὰ κατ’ ἐξοχὴν μνημόσυνα εἶναι τὸ πένθος, τὰ κόλλυβα, τὸ παραστάσιμο, ἡ ἐξιδιασμένη πενθικὴ προσευχή, μὲ τὶς νεκρώσιμες εὐχὲς καὶ τροπάρια ποὺ συναπαρτίζουν «μακρὰν καὶ περιπαθῆ ἀκολουθίαν», γεμάτη δεητικὲς καὶ θρηνητικὲς ἱκεσίες, δηλαδὴ «ἐκεῖνα ὁποὺ ἐγκαινίζουσιν, ἤτοι ἀνακαινίζουσι, τὸ μυστήριον καὶ τὸ πάθος τοῦ θανάτου, ὅθεν καὶ τελετὴ καὶ πρᾶξις ἱερὰ καὶ μυστηριώδης λέγονται»26.
6) Διὰ ταῦτα, λαμβάνοντας ὑπόψιν τὴ σύγχρονη σχεδὸν τελεία ἐπικράτηση τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων κατὰ τὶς Κυριακές, ὡς μία ἀντιπαραδοσιακὴ μὲν ἀλλὰ παγιωμένη πλέον καὶ δυσκολοδιόρθωτη λειτουργικὴ συνήθεια καὶ οἰκονομία, περισσότερο γιὰ τὶς ἐνορίες τοῦ κόσμου, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ προτείνουμε ἀποτόμως τὴν ἀνατροπή της. Γνώση, ἐνημέρωση καὶ πειθὼ χρειάζονται, μὲ ἐπιχειρήματα θεολογικά, λετουργικὰ καὶ ποιμαντικά, πρῶτα πρὸς τοὺς κληρικοὺς καὶ ἔπειτα δι᾽ αὐτῶν πρὸς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, ὥστε κάποτε ὅλα νὰ τελοῦνται μὲ τάξη καὶ εὐσχημοσύνη λειτουργική.
Τίποτε ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τοὺς ταγοὺς τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς ἁγίους ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς εὐλαβεῖς ἐφημερίους, νὰ προτρέπουν μὲ ἀγάπη καὶ εὐγένεια τοὺς πιστοὺς στὸ νὰ τελοῦν τὰ Σάββατα τὰ μνημόσυνα τῶν οἰκείων τους καὶ στὸ νὰ μὴν παρατηροῦν δεισιδαιμονικὰ τὶς χρονικὲς συμπτώσεις ἰδιαίτερα τῶν ἐτησίων μνημοσύνων (π.χ. ἡ ἐνιαχοῦ παρατηρούμενη στὴν Κύπρο ἀγωνία νὰ μὴν περάσει οὔτε μία ἡμέρα ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία θανάτου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μετατίθενται τὰ ἐτήσια μνημόσυνα στὴν προηγούμενη Κυριακή, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ εἶναι Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ ἄλλη συμπίπτουσα Δεσποτικὴ Ἑορτή).
Κατὰ τὸν τρόπον αὐτό, μέχρι τυχὸν νὰ εὐλογήσει ὁ Ἅγιος Θεὸς καὶ νὰ ἐπικρατήσει ἐνσυνειδήτως καὶ παραδοσιακῶς ἡ εὐκταία μὴ τέλεση μνημοσύνων κατὰ τὶς χαρμόσυνες, ἀναστάσιμες καὶ δεσποτικὲς Κυριακὲς ὅλου τοῦ ἔτους, τουλάχιστον σὲ πρῶτο στάδιο, ὡς πρῶτο βῆμα τακτοποίησης τοῦ ζητήματος, θὰ μποροῦσε ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου νὰ ὁρίσει τὴν μὴ τέλεση μνημοσύνων ἀπαραιτήτως:
1) κατὰ τὶς περιόδους: α) τοῦ ἁγίου Δωδεκαημέρου καὶ β) ἀπὸ τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου ἕως καὶ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ,
2) κατὰ τὶς Δεσποτικὲς καὶ Θεομητορικὲς ἑορτὲς τῆς Περιτομῆς, τῶν Θεοφανείων, τῆς Ὑπαπαντῆς, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, τῆς Ἀναλήψεως, τῆς Πεντηκοστῆς, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Μεταμορφώσεως, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῶν Χριστουγέννων, σὲ ὁποιαδήποτε ἡμέρα καὶ ἂν συμπίπτουν, καὶ
3) κατὰ τὴν ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῶν ἐθνικῶν ἑορτῶν, τῶν πολιούχων καὶ τῆς πανηγύρως τῶν ἐνοριῶν ἢ ἐνίων ἐξεχουσῶν Κυριακῶν (π.χ. τῆς Ὀρθοδοξίας).
Ὁ θάνατος βιώνεται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὡς μυστήριο φοβερότατο. Ἐνεὸς ὁ ἄνθρωπος, ἐμπρὸς στὸν βίαιο χωρισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀπὸ τὴν πολυχρόνια ἁρμονικὴ συνύπαρξη, προσμετρᾶ τὰ ὅρια τῆς ὕπαρξης. Προσεγγίζει μόνο μὲ τὴν πίστη τὴν ἀφύσικη τομὴ τοῦ φυσικότατου δεσμοῦ τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητάς του, κατὰ τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος, μέσα ἀπὸ τὸν θάνατο, τὴ γενέθλιο πασχάλια διάβαση τῶν χριστιανῶν, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» καὶ ἀναμορφώνει μυστικὰ στὴν ὕπαρξή του τὸ ἀρχαῖο κάλλος, τὴν αἰώνια ὡραιότητα, ὁδηγώντας τον στὴν ἀθανασία, τὸν ἁγιασμό, τὴ θέωση καὶ τὸν συνδοξασμὸ τῆς θείας ἀναστημένης ζωῆς τῆς αἰωνίου Βασιλείας.
Ἡ βίωση τοῦ πένθους καὶ οἱ θρῆνοι τῆς σωματικῆς ἀπώλειας δὲν εἶναι γιὰ τὸν χριστιανὸ τὸ ἀπελπιστικὸ ὑπαρξιακὸ ἀδιέξοδο τῶν μὴ ἐχόντων ἐσχατολογικὴ ἐλπίδα. Ὁ θάνατος μεταβάλλεται σὲ νέα γέννα καὶ γίνεται λυτρωτικὴ καὶ σωτήρια ἀπαρχὴ μπροστὰ στὴ δοξολογικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ προοπτικὴ τοῦ αἰωνίου. Γίνεται φίλιο ὑποκείμενο τῆς θεοειδοῦς ὕπαρξης, δὲν ἐξαντικειμενοποιεῖται γινόμενος ψυχοπροβολικὰ ὑπόθεση μόνο τῶν ἄλλων. Ἀγγίζει μὲ τὴ μνήμη του φιλάνθρωπα τὸν ἀγωνιζόμενο πιστὸ ἄνθρωπο καὶ τοῦ προβάλλει ἐμπειρικὰ τὴν πραγματικὴ ἀξία τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ τὰ συγκεκριμένα περατά της ὅρια.
Ἡ ζωὴ γίνεται χαρισματικὰ σπουδὴ στὸν θάνατο, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ εἶναι καὶ ὁ θάνατος ὄχι τὸ ζοφερὸ τέρμα τῆς ἀνθρώπινης ὕλης, ἀλλὰ ἡ ἀναγωγὴ τῆς ὕπαρξης στὴν ἀλήθεια τῆς θείας ζωῆς, νὰ γίνει ἡ ὕψιστη καὶ ἡ πιὸ γνήσια σπουδὴ στὴ ζωή. Ἔτσι ἀντιμετώπισε ἡ Ὀρθοδοξία διαχρονικὰ καὶ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Οὔτε μὲ στωϊκὴ ἀδιαφορία καὶ ἀπάθεια, οὔτε μὲ δαιμονικὴ ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωση, ἀλλὰ πάντα χαρμολυπικὰ καὶ σταυροαναστάσιμα. Τὸ ὧδε καὶ τὸ ἐπέκεινα συμφύρονται στὸ παρὸν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ βιωματικὴ προοπτικὴ τῶν ἐσχάτων.
Ἡ ἐλπίδα τῆς συναναστάσεως μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ἐξουσία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, εἶναι γιὰ τοὺς πιστεύοντες ἡ μόνη διέξοδος ἀπὸ τὰ φαινομενικὰ ἀδιέξοδα κατὰ τὸ ὑλικὸ τέρμα τῆς ἀνθρώπινης σωματικῆς ὕπαρξης. Γιατί, μετέχοντας σὲ αὐτὴ τὴ δική Του ἀνάσταση, «τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα» θὰ μετάσχουν στὴ νέα ζωή, θὰ ἀνακαινισθοῦν μὲ σύμπασα τὴν κτίση κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἔνδοξης Δευτέρας Παρουσίας Του καὶ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως τῶν ζώντων καὶ τῶν τεθνεώτων, κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη τὴ μοναδικὴ τῆς σιγῆς καὶ τοῦ θαύματος, μὲ μόνο στερρὸ θησαυρὸ καὶ πρόμαχο τὴ ζωοποιὸ μετουσία τοῦ Κυριακοῦ σώματος καὶ αἵματος τῆς θείας εὐχαριστίας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Λόγος KA΄. Εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον καὶ εἰς τοὺς κοιμηθέντας. PG 97, 1269A-B.
2. Ὅπ.π., PG 97, 1288A καὶ C. Γιὰ τὴ σωστικὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, βλ. καὶ Ιωαννου Χρυσοστομου, Εἰς τὴν Γένεσιν. PG 56, 180.
3. Bλ. Aνδρεου Kρητησ, ὅπ.π., PG 97, 1281B.
4. Ὅπ.π., PG 97, 1284Α. Βλ. καὶ Μαξιμου Ομολογητου, Περὶ Θεολογίας κεφαλαίων ἑκατοντὰς ἑβδόμη, οϚ΄. PG 90, 1380C.
5. Bλ. PG 3, 552D-569A. Καὶ ἡ σχολιαστικὴ παράφραση τοῦ Παχυμερη, ὅπ.π., 569B-584D.
6. Bλ. PG 95, 248A-277C.
7. Bλ. PG 155, 669D-696D. Σχετικὲς μὲ τοὺς κεκοιμημένους καὶ τὰ μνημόσυνα μαρτυρίες ἀποθησαυρίζουν οἱ Θεοφιλοσ Καμπανιασ, Ταμεῖον Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 81984, σσ. 171-175 καὶ Νεκταριοσ Πενταπολεωσ, Μελέτη περὶ τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ περὶ τῶν ἱερῶν μνημοσύνων, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σσ. 122-158. Ἐκτενεῖς ἀναλύσεις, γενικὲς περὶ θανάτου καὶ εἰδικὲς περὶ τῶν μνημοσύνων, σὲ σχέση μὲ τὴν ἀναστάσιμη Κυριακή, βλ. στοῦ Ἀρχιμ. Νικοδημου Σκρεττα, Ἡ θεία εὐχαριστία καὶ τὰ προνόμια τῆς Κυριακῆς κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων [Κανονικὰ καὶ Λειτουργικὰ 7], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 32008, σσ. 492-586. Πλούσιο σχετικὸ ταμιευτήρα εἰδικῶν μελετῶν καὶ μαρτυριῶν θεωροῦμε τὸν ὀγκώδη τόμο τῶν Πρακτικῶν τοῦ Θ´ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων (Βόλος, 5-7 Νοεμβρίου 2007) [Σειρά: Ποιμαντικὴ Βιβλιοθήκη 19], μὲ τίτλο: Τὸ μυστήριον τοῦ θανάτου εἰς τὴν λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 2009, σσ. 674.
8. Βλ. Φραγγέλιον. ᾯ ἀποῤῥαπίζονται οἱ ἐν τῷ ἱερῷ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως ἀσχημονοῦντες, ἤτοι οἱ ἐν Κυριακῇ νεκρολογοῦντες. Συμπεπλεγμένον καὶ συντεθειμένον τρισὶν ἀρχοειδέσι μέλεσι ἢ τμήμασιν, ὑπό τινος ζηλωτοῦ τῆς ἀρχαίας παραδόσεως. Ὧν τμημάτων ἕκαστον ὑποδιῄρηται, τὰ μὲν δύω πρῶτα εἰς Κεφάλαια τρία, τὸ δὲ τρίτον εἰς Ἐπιχειρήματα τρία. Χφ Ἱερᾶς Μονῆς Εὐαγγελιστρίας Σκιάθου, ὑπ᾽ ἀριθμ. 43, σσ. 156-157. Δήλωσις τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας (ἔνθα συνεκδίδεται καὶ ἡ Ἔκθεσις, εἴτουν ὁμολογία τῆς ἀληθοῦς καὶ ὀρθοδόξου πίστεως). Ἱστορία καὶ θεολογία τοῦ Κολλυβαδικοῦ κινήματος βάσει ἀνεκδότων χειρογράφων, ἐπιμελείᾳ ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ, Ἀθῆναι 1988, σ. 71.
9. Φραγγέλιον, σ. 1, τίτλος τοῦ χειρογράφου συγγράμματος.
10. Φραγγέλιον, σ. 22.
11. Φραγγέλιον, σ. 7.
12. Φραγγέλιον, σ. 158.
13. Φραγγέλιον, σ. 158.
14. Βλ. π.χ. στοῦ Χ. Τζωγα, Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ´ αἰῶνα, ΕΕΘΣΘ [παράρτημα ἀρ. 3], Θεσσαλονίκη 1969, σσ. 139-143.
15. Φραγγέλιον, σ. 145.
16. Φραγγέλιον, σσ. 77-78, 167. Δήλωσις, σ. 106. Νικοδημου Αγιορειτου, Πηδάλιον τῆς νοητῆς Νηὸς τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 71970, σσ. 574-575. Ὁμολογία πίστεως, ἤτοι ἀπολογία δικαιοτάτη, Βενετία 1819, σ. 42. Βλ. ἐπίσης ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ, Ἐπιτομὴ Ἱερῶν Κανόνων, ἐπιμελείᾳ ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ (Ἀπάνθισμα, τ. Α´), ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι χ.χ., σσ. 139-147.
17. Φραγγέλιον, σ. 68.
18. Δήλωσις, σσ. 26-28, 62-65. Φραγγέλιον, σσ. 36-39, 65-66.
19. Βλ. Νικοδημου Σκρεττα, ὅπ.π., σσ. 532-586, ὅπου ἐκτενεῖς ἀναλύσεις τῶν τεκμηρίων τῆς παραδόσεως καὶ τῶν κολλυβαδικῶν θέσεων.
20. Φραγγέλιον, σσ. 34-35.
21. Φραγγέλιον, σ. 65.
22. Φραγγέλιον, σσ. 5-6. Δήλωσις (ἔνθα Ἔκθεσις), σσ. 119 καὶ 121. Βλ. καὶ Ι. Μ. Φουντουλη, Λογικὴ Λατρεία, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας [Σειρὰ «Λογικὴ Λατρεία», 5], Ἀθήνα 21984, σ. 163. Του Ιδιου, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς Ἀπορίας, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 83.
23. Φραγγέλιον, σ. 7.
24. Φραγγέλιον, σ. 79. Βλ. καὶ Διαταγαὶ τῶν Ἀποστόλων, βιβλίον Ε΄, Κ΄. ΒΕΠΕΣ 2, σ. 93: «πᾶν μέντοι σάββατον, ἄνευ τοῦ ἑνός, καὶ πᾶσαν κυριακὴν ἐπιτελοῦντες συνόδους εὐφραίνεσθε· ἔνοχος γὰρ ἁμαρτίας ἔσται ὁ τὴν κυριακὴν νηστεύων, ἡμέραν ἀναστάσεως οὖσαν, ἢ τὴν πεντηκοστὴν ἢ ὅλως ἡμέραν ἑορτῆς Κυρίου κατηφῶν· εὐφρανθῆναι γὰρ δεῖ ἐν αὐταῖς, ἀλλ’ οὐ πενθῆσαι».
25. Φραγγέλιον, σ. 21.
26. Φραγγέλιον, σσ. 20-21.