π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: «Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει ὅρια, εἶναι ἄνευ ὅρων. Ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἀπεριόριστης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τόσο ἡ δημιουργία τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅσο καὶ ἡ καθόλου ἱστορία τῆς θείας οἰκονομίας, μὲ ἀποκορύφωμά της τὴν ἐν σαρκὶ οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ· «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. γ’ 16). Κατὰ μίμησιν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῆς οἰκονομίας Του οὔτε ἡ ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὅρια. Ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους καὶ τοὺς δέχεται ὅλους χωρὶς καμιὰ διἀκριση. Φανέρωση τῆς ἀπεριόριστης ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων της, ὅπως ἐκφράζεται κυρίως στὴν προσευχή τους ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου. Οἱ μεγάλοι ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου τολμοῦν νὰ προσεύχονται ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς δαίμονες, παρότι γνωρίζουν ὅτι αὐτοὶ δὲν ἐπιδέχονται σωτηρίας. Ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων καθίσταται ἄπειρη, ὅπως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τόσο δυνατή, ὥστε μεταξὺ τῆς προσωπικῆς σωτηρίας καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀδελφῶν προτιμᾶ τὴ σωτηρία τῶν ἀδελφῶν. Ν’ ἀναφέρουμε ἐπ’ αὐτοῦ δύο χαρακτηριστικὰ παραδείγματα: τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα» (Ρωμ. θ’ 3) καὶ τὸν λόγο τοῦ Προφήτου Μωϋσέως μετὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ χρυσοῦ μόσχου ἀπὸ τοὺ Ἰσραηλῖτες καὶ τὴν ἀπονομὴ λατρείας σ᾿ αὐτόν: «εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μὴ ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας» (Ἐξ. λβ’ 32).
Ἐνῶ ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων της δὲν γνωρίζει κανένα περιορισμὸ καὶ καμία ὁριοθέτηση, ἡ πίστη της εἶναι συγκεκριμένη, ἔχει ὅρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, ἐὰν ξεφύγει κάποιος, ὑποπίπτει στὴν αἵρεση. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πίστη στὸν ἐν Τριάδι Θεὸ καὶ τὴν καθόλου οἰκονομία Του, ἡ πίστη στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴν ἐν σαρκὶ οἰκονομία Του, ἡ πίστη στὸ «κύριον καὶ ζωοποιὸν» Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ πίστη «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν», ἡ πίστη στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ τὴν «ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Αὐτὴ τὴν ὀρθὴ πίστη, τὴν ὁποία διαφυλάττει ἀπαρασάλευτη ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε σὲ μία σειρὰ ἀπὸ κείμενα, ἔχοντας ὡς πυξίδα καὶ ὡς βάση μας τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τοῦ ὁποίου βασικὰ ἄρθρα ἀποτελοῦν οἱ πιὸ πάνω ἀναφορές. Ταυτοχρόνως θὰ προσπαθήσουμε νὰ ὁριοθετήσουμε τὴν ὀρθὴ πίστη ἔναντι τῶν διαφόρων αἱρετικῶν ἀποκλίσεων.
Ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀπεκάλυψε τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ μᾶς ἀπέστειλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Μᾶς τὸ δήλωσε μὲ τὸν πλέον σαφῆ τρόπο: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» (Ἰω. ιδ’ 6). Ὁ Θεός, λοιπόν, δὲν νοεῖται στὸν Χριστιανισμὸ ἀφηρημένα, δὲν νοεῖται ὡς τὸ ἀφηρημένο Ἀπόλυτο τῶν φιλοσόφων, ὡς τὸ «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον» τοῦ Ἀριστοτέλους, ἀλλὰ ὡς ὁ Τριαδικὸς Θεός τῆς Ἀποκαλύψεως, ὁ Ὁποῖος «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ... λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Υἱῷ» (Ἑβρ. α’ 1- 2).
Ἕνα βασικὸ μάθημα τῆς Θεολογίας εἶναι ἡ Δογματική. Τί εἶναι ἡ Δογματική; Εἶναι τὸ θεολογικὸ ἐκεῖνο μάθημα, ποὺ ἐξετάζει τὰ δόγματα, δηλαδὴ τὴν περὶ πίστεως διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ τί πιστεύουμε. Ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος Ἀντισθένης ἔλεγε ὅτι «ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις». Ὡς ἐκ τούτου, θεωροῦμε ἀναγκαῖο πρὶν μιλήσουμε γιὰ τὰ βασικὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας νὰ κάνουμε μία σύντομη ἀναφορὰ στὴ λέξη «δόγμα». Ἡ λέξη αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα δοκεῖν (δοκῶ-έω), ποὺ σημαίνει ἀρχικὰ σκέπτομαι, νομίζω, πιστεύω. Ἀπὸ τὸ ἴδιο ρῆμα προέρχονται καὶ ἄλλες λέξεις, ὅπως δόκησις, δόξα, δόκιμος, δοκιμάζω κ.ο.κ. Ἡ λέξη δόγμα δὲν χρησιμοποιεῖται μόνο στὸν χῶρο τῆς θρησκείας, ἀλλὰ καὶ στοὺς χώρους τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς φιλοσοφίας.
Στὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς δηλώνει μία ἀπόφαση, μία διαταγή, ἕνα ψήφισμα, ἕνα νόμο. Στὴ Ρωμαϊκὴ ἐποχὴ οἱ ἀποφάσεις τῆς συγκλήτου ἢ τοῦ αὐτοκράτορα ὀνομάζονταν δόγματα. Βλέπουμε, λοιπόν, τὸν Ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ νὰ ἀναφέρει στὸ Εὐαγγέλιό του: «ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην» (β’ 1). Καὶ στὴ σύγχρονη ἐποχή, ὅμως, κάνουμε λόγο γιὰ δόγματα (δόγμα Τροῦμαν, δόγμα Μονρόε, ἑνιαῖο ἀμυντικὸ δόγμα Ἑλλάδος - Κύπρου κ.ο.κ.). Στὸν χῶρο τῆς φιλοσοφίας ἡ λέξη δόγμα δηλώνει μία δόξα, μία γνώμη, μία αὐθεντικὴ διδασκαλία, ἕνα ἀξίωμα, μία θεμελιώδη ἀρχή. Ἐπὶ παραδείγματι κάνουμε λόγο γιὰ τὰ δόγματα τῶν Στωϊκῶν φιλοσόφων.
Στὸν χῶρο τῆς θρησκείας μὲ τὴ λέξη δόγμα δηλώνεται μία θεμελιώδης ἀρχὴ κάποιου θρησκέυματος ποὺ ἔχει αὐθεντικὸ κύρος, τὸ σύνολο τῶν βασικῶν πεποιθήσεων μίας θρησκείας ἢ μίας αἱρέσεως, ἡ διδασκαλία τῶν ἑτεροδόξων κ.ο.κ. Κάνουμε λόγο π.χ. γιὰ τὸ ἀγγλικανικὸ δόγμα, τὸ λουθηρανικὸ δόγμα , τὸ καλβινικὸ δόγμα κλπ. Στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου συναντοῦμε τὴ λέξη δόγμα μὲ τὴν ἔννοια τῶν ἐντολῶν τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ στῖχος β’ 14 τῆς πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολῆς: «ἐξαλείψας τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον τοῖς δόγμασιν...».
Στὸν χῶρο τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ δὴ στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ὅταν μιλοῦμε γιὰ δόγματα δὲν ἀναφερόμαστε σὲ ὁποιεσδήποτε θρησκευτικὲς δοξασίες, ἀλλὰ στὶς ἀποκεκαλυμμένες θεῖες ἀλήθειες. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς θρησκεῖες τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ συνιστοῦν μία πορεία ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Χριστιανισμός, ὅμως, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ καὶ συνιστᾶ μία πορεία ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω, ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀρχικὰ στὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰσραήλ, καὶ καταγράφεται στὶς σελίδες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁλοκληρώνεται, ὅμως, στὴν Καινῆ Διαθήκη μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ ἀπείρου Θεοῦ στὰ πεπερασμένα δεδομένα τοῦ παρόντος κόσμου. Αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ διαφορὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὶς διάφορες θρησκεῖες τοῦ κόσμου τούτου. Μεταξὺ Παλαιᾶς Διαθήκης, Καινῆς Διαθήκης καὶ ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει μιὰ ἀδιάσπαστη συνέχεια. Ἡ ἐμπειρία τῶν δικαίων καὶ τῶν Προφητῶν, ποὺ καταγράφεται στὶς σελίδες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων, ποὺ καταγράφεται στὶς σελίδες τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δισχιλιετοῦς ἱστορίας τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται ὅτι οἱ Ἀπόστολοι περιόδευαν τὶς πόλεις καὶ δίδασκαν τοὺς ἀνθρώπους «φυλάσσειν δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων τῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ» (ιστ’ 4). Τοὺς δίδασκαν, δηλαδή, νὰ φυλάττουν τοὺς ὅρους τῆς πίστεως, ποὺ ἔθεσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι κατὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 49 μ.Χ. Κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας μας συνέταξαν δογματικοὺς ὅρους. Ὅταν ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἐτίθετο ὑπὸ ἀμφισβήτηση ἀπὸ τοὺς διαφόρους αἱρετικούς, τότε συνεκαλοῦντο οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, γιὰ νὰ ὁριοθετήσουν τὴν πίστη ἀπὸ τὴν αἵρεση μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ δογματικοί τους ὅροι ἀρχίζουν πάντοτε, ὅπως καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου, μὲ τὴ φράση: «ἔδοξε τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ καὶ ἡμῖν» (Πρ. ιε’ 28).
Στὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ θεολογία κάνουμε λόγο γιὰ τριαδικὸ δόγμα, χριστολογικὸ δόγμα, ἐκκλησιολογικὸ δόγμα, ἐσχατολογικὸ δόγμα κ.ο.κ. Κατ’ ἀντίστοιχο τρόπο κάνουμε λόγο γιὰ Τριαδολογία, Χριστολογία, Ἐκκλησιολογία, Ἐσχατολογία κ.ο.κ. Μιλώντας γιὰ δόγματα δὲν ἀναφερόμαστε ἀσφαλῶς σὲ ἁπλὲς θεωρητικὲς διατυπώσεις, ἀλλά, ὅπως ἀναφέραμε πιὸ πάνω, στὴν κοινὴ ἐμπειρία ὅλων τῶν ἁγίων ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Ὡς ἐκ τούτου, σὲ καμία περίπτωση δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ μεταβολὴ τῶν δογμάτων ἢ γιὰ δημιουργία νέων δογμάτων. Ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῶν δογμάτων ἔχει νὰ κάνει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μὲ τὸν τρόπο διατυπώσεώς τους, μὲ τὴ γλωσσική τους μορφὴ καὶ ὄχι μὲ τὴν οὐσία τους, μὲ τὸ περιεχόμενό τους. Αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξή τους ἐξετάζει τὸ θεολογικὸ μάθημα ποὺ ὀνομάζεται Ἱστορία τῶν δογμάτων.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὑπάρχει μία βασικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ὀρθόδοξη καὶ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία. Στὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ γίνεται λόγος τόσο γιὰ νέα δόγματα ὅσο καὶ γιὰ προοδευτικὴ κατανόηση τῶν δογμάτων. Καὶ τὰ δύο εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους ἀπολύτως ἀπορριπτέα. Στὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ πολλὲς μεταγενέστερες θεολογικὲς γνῶμες καὶ δοξασίες ἀνυψώθηκαν σὲ δόγματα. Ἔτσι ἔχουμε τὰ δόγματα περὶ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας καὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, περὶ τῆς «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque) ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, περὶ τῆς ἀσπίλου συλλήψεωςς τῆς Θεοτόκου, περὶ τοῦ καθαρτηρίου πυρός, περὶ τῆς ἀξιομισθίας τῶν ἁγίων κ.ο.κ. Ἡ ἄποψη ἐξάλλου περὶ προοδευτικῆς κατανοήσεως τῶν δογμάτων ἐπέτρεψε στοὺς ρωμαιοκαθολικοὺς νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι δῆθεν ἡ σχολαστικὴ θεολογία εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ ὅτι ἡ πατερικὴ θεολογία φθάνει μονάχα μέχρι τὸν 8ο αἰώνα καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό. Δυστυχῶς αὐτὴ τὴν παπικὴ πλάνη υἱοθέτησαν, τουλάχιστον στὰ πρῶτα τους βήματα, καὶ οἱ ὀρθόδοξες Θεολογικὲς Σχολὲς κάνοντας διάκριση μεταξὺ Πατρολογίας, ποὺ φθάνει μέχρι τὸν 8ο αἰώνα, καὶ Ἐκκλησιαστικῆς Γραμματολογίας μετὰ τὸν 8ο αἰώνα.
Ἕνα τελευταῖο θέμα, ποὺ θὰ θέλαμε νὰ σημειώσουμε σ’ αὐτὸ τὸ εἰσαγωγικό μας κείμενο γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, εἶναι τὸ ὅτι ὡς ὀρθόδοξοι πιστοὶ ὀφείλουμε νὰ ἐρευνοῦμε καὶ νὰ μαθαίνουμε. Τὸ «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα» εἶναι παντελῶς ξένο πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ὅσοι νομίζουν ὅτι ἀποτελεῖ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας πλανῶνται πλάνην οἰκτράν. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἔδωσε ξεκάθαρα τὴν κατευθυντήρια γραμμὴ καὶ ἐπ’ αὺτοῦ τοῦ θέματος: «Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ» (Ἰω. ε’ 39).
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Παράκληση. Τριμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ», τεῦχος 120 (2024), σ. 19-21)




